Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Δένονται δε, καθώς είναι επόμενον, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, εις τοιαύτας οποιασδήποτε συνηθείας, οποίας ήθελον εξασκήσει εις την ζωήν των. Και ποίαι είναι αυταί λοιπόν αι συνήθειαι τας οποίας λέγεις, ω Σώκρατες; Ηρώτησεν ο Κέβης.
Επειδή δε ο νέος εθύμωσε διά το διφορούμενον εκείνο σκώμμα και του είπεν απειλητικώς, θα σου δείξω τώρα αμέσως τον άνδρα, ο Δημώναξ εγέλασε και ηρώτησεν• ώστε έχεις άνδρα; Είχεν εμπαίξη ένα αθλητήν Ολυμπιονίκην, ο οποίος παρουσιάσθη με ένδυμα χρωματιστόν, ο δε αθλητής τον εκτύπησε με πέτραν εις την κεφαλήν, και το αίμα ήρχισε να τρέχη.
Μειδίαμα ελαφρόν διήλθεν από το κάτωχρον του Μπάρμπα-Σταύρου πρόσωπον προς το άκουσμα τούτο. Πλην τα χείλη του ήσαν κλειστά ακόμα. — Τι κάνουμε, παιδιά; ηρώτησεν ο ποιμήν, υπόδρα βλέπων την μποτιλίτσα μετά υπόλοιπον του ρωμίου, ως τέσσαρα δάκτυλα. — Να πηγαίνουμε! Προσέθηκεν επιτακτικώς ο Κομποδήμος.
— Αυτή είνε, απεφάνθη ο κυρ-Μοναχάκης· να τα γυρίσουμε κατά κει παιδιά· να ορτσάρω... — Πού πάει από 'κεί; ηρώτησεν είς ναύτης. — Πάει στον Άι-Νικόλα· το συντομώτερο δρόμο, βλέπεις, διαλέξανε· κ' ημείς ξεπλατισθήκαμε τόσην ώρα να τρέχουμε στο βρόντο. — Να τα γυρίσουμε, παιδιά! έκραξεν ο κυρ-Μοναχάκης, σας παρακαλώ γλήγορα να τα γυρίσουμε· σία ένας, να ορτσάρω!
— Σε ηρώτησεν ο πατέρας μου, και είπες ότι είχες πάγει διά ψάρευμα. — Ναι. — Εγώ όμως σε είχα ιδεί που υπήγες, εις την ξηράν και όχι εις την θάλασσαν. — Λέγεις; — Και δεν ηθέλησα να πω τίποτε, διότι δεν μ' έμελε και τόσον. — Ας είνε. — Κατάλαβα όμως ότι δεν λέγεις όλαις ταις φοραίς την αλήθειαν. — Και αυτό γίνεται. — Τώρα θα σ' ερωτήσω κάτι άλλο. — Λέγε.
— Αλήθεια πώς τον πλακώσανε τα χιόνια τον Μπάρμπα-Σταύρο; Ηρώτησεν η φουρνάρισσα αποθέτουσα το ταψίον μετά του χοιριδίου επί τινος τραπέζης εκεί, από την ευωδίαν του οποίου ηνωχλήθησαν πρώτοι-πρώτοι οι δύο γηραιοί και παχείς γάτοι, οίτινες περιέσαινον επαιτικώς περί τους πόδας της τραπέζης εν αρμονική δυωδία. Προς το άκουσμα τούτο η Κρατήρα ανεκραύγασεν ως να την εδάγκασεν όφις.
Η φωνή του είχε τι το σοβαρόν, το επιβάλλον. Ουδέποτε η σύζυγός του τον ήκουσεν ομιλούντα ούτω. Τον ήκουε και τα δάκρυα ανέβαινον ησύχως εις τους οφθαλμούς της. Ησθάνετο ότι η δοκιμασία αύτη ενίσχυσε διά παντός την ψυχήν του. — Να μείνω εδώ την νύκτα; ηρώτησεν ο Γεροθανάσης. — Μείνε, θα έλθω πολύ πρωί. Και βλέπων την σύζυγόν του, ήτις έτεινε προς αυτόν το ράσον,
— Πολύ φρόνιμα κάμνεις, τω είπεν ο Γεροστάθης· εις αυτόν τον κόσμον όστις δεν εργάζεται ή αποθνήσκει της πείνης, ή ζη ατίμως· ο δε άτιμος βίος είναι πολύ χειρότερος του θανάτου. Λαβών δε την άδειαν του γέροντος επήρεν ένα εκ των λεπτών κλώνων, και παρουσιάσας αυτόν εις ημάς ηρώτησεν αν δυνάμεθα να τον σπάσωμεν.
Βεβαίως, απεκρίθη ο Κέβης. Και το σώμα, ηρώτησεν ο Σωκράτης; Εγώ τουλάχιστον έτσι νομίζω, είπεν ο Κέβης. Είναι βέβαια φανερόν, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης, ότι η μεν ψυχή ομοιάζει με το θείον, το δε σώμα με το θνητόν. Εκτός τούτων έχομεν να είπωμεν τίποτε άλλο, αγαπητέ Κέβη, είπεν ο Σωκράτης, διά να αποδείξωμεν ότι αυτά δεν είναι έτσι;
— Σωστά είναι; ηρώτησεν η Αθιγγανίς, ρίψασα τους ψαρούς αυτής πλοκάμους επί των ωμοπλατών της. — Ναι! απεκρίθη η μήτηρ μου, σωστά σαράντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν