Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Τι έχεις, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις. — Θαρθώ ς' το σπίτι σας, παιδί μου! Φοβούμαι! Εν τη θορυβημένη ψυχή της ανεκυκλείτο η τρομακτική σκηνή του ναΐσκου. Και να μη πιστεύη κανείς με το στόμα, εν τη ψυχή πάντοτε φοβείται εις τοιαύτας περιστάσεις.

Οι λόγοι ούτοι ενείχον βαθυτάτην έννοιαν και ενεποίησαν μεγάλην αίσθησιν εις τους δύο μαθητάς του Ιωάννου, οίτινες ηκολούθησαν τον αντιπαρερχόμενον Ιησούν· Εκείνος ήκουσε τον θόρυβον των βημάτων, στραφείς δε και «θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας», τους ηρώτησεν ηπίως: «τι ζητείτε;

Μην κατεβάζης το γεφύρι, πριν σου δώσουν την άδειαν οι προεστοί. Ας βάλουν βάρδια καιτο Πρεγάδι κι' αλλού για να μη σας πατήσουν νύχτα. Και ταύτα λέγων ο βοσκός ήρχισε ν' απομακρύνεται από την γέφυραν. — Είσαι στα συγκαλά σου; του εφώναξε διά τελευταίαν φοράν ο μπάρμπα- Δήμος. — Εγώ είμαι στα λογικά μου, ησύχασε· τώρα θα ιδής. — Και συ πού θα πας; τον ηρώτησεν ο πυλωρός.

Ο Στάμος και ο Αργύρης αφήκαν πεπνιγμένην κραυγήν και ηθέλησαν να φύγουν, αλλ' ο Παλούκας εφήρμοσε την μέθοδόν του και τους ελήστευσεν. — Είνε άλλη ζυγιά; ηρώτησεν είτα. Τα παιδία τον εκύτταζαν με απλανή όμματα, απολιθωμένα από τον φόβον. Αλλ' ο Στάμος, όστις ήτο δωδεκαετής και ξυπνητός, ενόησεν εν τω μεταξύ ότι δεν ήτο φάντασμα. Ο φόβος του εμετριάσθη και μετέδωκε θάρρος εις τον Αργύρην.

Ειμπορεί να του αρέση να μη κοιμάται, είπε τρίτος τις. — Δεν θέλομεν θορύβους, είπεν ο πρώτος των ανδρών. — Τι είνε, πατέρα; τι τρέχει; ηρώτησεν η φωνή του Μάχτου. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησε. — Ιδού σ' ερωτά, είπεν είς των ξένων. — Ο υιός σου είνε; ηρώτησεν άλλος. — Θα βλέπη όνειρα, παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος. — Λοιπόν τότε; είπεν ο πρώτος ομιλήσας, όστις εφαίνετο σοβαρώτερος πάντων.

Μήτοι, αγαπητέ, σε απέστειλεν ο Πύθιος Απόλλων προς εμέ ως τον άριστον των ρητόρων, όπως, ότε ο Χαιρεφών ηρώτησεν αυτόν, απήντησε ποίος ήτο ο σοφώτατος τον χρόνων εκείνων; Εάν δεν συνέβη τούτο, αλλ' υπό της φήμης ωδηγήθης να έλθης, ακούων τους πάντας να ομιλούν μετά μεγάλου θαυμασμού δι' ημάς, να μας υμνούν, να καταπλήσσωνται και να πτήσσουν ενώπιον μας, δεν θα βραδύνης να εννοήσης προς ποίον δαιμόνιον άνδρα έρχεσαι.

Τούτου ένεκα αποφεύγουσιν αυτάς. Διότι δεν θα ήρμοζε τούτο εις αυτούς, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης. Πώς, ω Σώκρατες; Ηρώτησεν ο Κέβης.

Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Λιάκος ανήσυχος. Τι έπαθες: — Τι έπαθα; Ό,τι ποτέ δεν επερίμενα! Εζήτησα τον Μητροφάνην να μου δώση την κόρην του και αντί να μου... — Εζήτησες την κόρην του! — Μάλιστα. Τι θαυμάζεις; — Δεν μου έλεγες χθες ότι ποτέ... — Αι, και τι με τούτο; Εσκέφθην την νύκτα και επείσθην ότι πρέπει να νυμφευθώ και ούτε θα εύρω ποτέ καλλιτέραν γυναίκα.

Πάλι, καλά! Είτα με ψίθυρον φωνήν απήγγειλε το δημώδες: Με πανδρέψαν οι γονιοί μου χωρίς νάχουν τη βουλή μου... — Τότε γιατί φεύγεις απ' τον κυρ-Μοναχάκη; ηρώτησεν ο νέος αναφερομένος εις το επιφώνημα το οποίον υπήρξεν η κατακλείς του λόγου της. — Δεν του φεύγω, γυρίζω στην πατρίδα μου, πάω ναύρω τους γονείς μου ... Ανίσως ο μπάρμπα-Μοναχάκης έρθη στην πατρίδα να μ' εύρη, καλώς νάρθη!

Ο φιλόξενος χωρικός μας ηρώτησεν αν πεινώμεν, και μας επρόσφερε το πτωχικόν δείπνον του, αλλ' ο πατήρ μου τον ηυχαρίστησε, μη θελήσας να του στερήσωμεν τον άρτον του. Εν τούτοις αι ώραι παρήρχοντο και ο κηπουρός δεν εφαίνετο, αι δε αδελφαί μου επείνων.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν