United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν θα είσαι μόνος, σκέφθητι, εάν θα εξακολουθήσης να καταδιώκης την Λίγειαν, στερηθείσαν εξ αιτίας σου των προστατών της και της στέγης της, και ημάς τους ιδίους, οι οποίοι σοι απεδώσαμεν το καλόν αντί του κακού. — Θέλετε να με εγκαταλείψετε; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Θέλομεν να καταλίπωμεν την οικίαν ταύτην, όπου ο διωγμός δύναται να μας φθάση εκ μέρους του διοικητού της πόλεως.

Όλοι βέβαια, μα τον Δία, οι άνθρωποι τουλάχιστον θα το βεβαιώσουν· και πολύ περισσότερον, καθώς εγώ φρονώ, οι θεοί, είπεν ο Κέβης. Αφού λοιπόν το αθάνατον είναι και άφθαρτον, η ψυχή, αν συμβαίνη να είναι αθάνατος, ημπορεί να είναι άλλο τίποτε παρά και άφθαρτος; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Δεν ημπορεί παρά έτσι να είναι, είπεν ο Κέβης.

Διά τους άνδρας ωρίσθησαν οι ενοριακοί ναοί, διά τας γυναίκας τα γυναικεία μοναστήρια, ως τόπος όπου θα τελεσθή το ιερόν μυστήριον του Βαπτίσματος. Και διά τούτο σ' έφεραν εδώ, διά να κατηχηθής και να βαπτισθής, κόρη μου. Βλέπεις ότι φροντίζουν διά την σωτηρίαν της ψυχής σου, πλειότερον παρά σε την ιδίαν. — Και θα μείνω πολύν καιρόν εδώ; ηρώτησεν η Αϊμά. — Όσον καιρόν διαρκέση η κατήχησις.

Τι σου λέγει τώρα; τον ηρώτησεν ο γεωργός. — Λέγει ότι, αν θέλωμεν κρασί, θα το εύρης εις την γωνίαν οπίσω από τον φούρνον. Η πτωχή γυναίκα ηναγκάσθη να τους φέρη και το κρυμμένον κρασί της, ο δε γεωργός έπιε καλά και ευθύμησε, και ήθελε να ίδη τι δαίμονα είχε μέσα εις τον σάκκον του ο μικρός Κλώσος. — Ημπορεί η μάγισσά σου να μας φέρη εδώ τον διάβολον; ηρώτησεν.

Από τον θάνατον. — Δεν σημαίνει, αφού απέθανε. — Και ήλπιζα να την εύρω ζωντανήν, είπεν ο γέρων. Κρίμα, κρίμα! — Και δύναμαι να σ' ερωτήσω εις ποίαν περίστασιν την είχες σώσει; ηρώτησεν ο Πλήθων. — Γνωρίζεις αυτό; είπεν ο γέρων. Και τω έδειξεν αργυρούν εγκόλπιον, φέρον εγκεχαραγμένην διά κεφαλαίων την λέξιν: ΠΛΗΘΩΝ! — Το γνωρίζω, είπεν ο φιλόσοφος, αλλά πού το ηύρες;

Θέλουσα έπειτα να θέση κακείνη τον Επίσκοπον εις απορίαν ηρώτησεν αυτόν, διατί δεν έκοπταν οι ανατολίται τας τρίχας της κεφαλής, παραβαίνοντες την συμβουλήν του αποστόλου Παύλου, θεωρούντος γυναικοπρεπές και άτιμον το να τρέφη ανήρ μακράν κόμην . Ουδέν έχων εις τούτο ν' αντείπη ο Νικήτας έξεσε την κομώσαν κεφαλήν του, στρέψας και πάλιν τον λόγον εις τα δόγματα, την α ν τ ί δ ο σ ι ν, την διπλήν φύσιν του Ιησού μετά την ενσάρκωσιν, περί του αν ο λόγος ηνώθη μετά του σώματος του Σωτήρος εν τη κοιλία της Παρθένου ή μετά τον τοκετόν αυτής, και περί άλλων θεολογικών κόμβων, ους έλυσαν οι εν Εφέσω πατέρες διά της μαχαίρας, ως ο Μέγας Αλέξανδρος τον γόρδιον δεσμόν, ή διά λακτισμάτων, ως οι όνοι τας ερωτικάς και χορτοφαγικάς διενέξεις των .

Σας έκαμα σήμερον καμμιά εκατοστή κομμάτια με τα σαράντα, και αύριον πάλιν βλέπομεν. Είπε και μας απέθηκε πάσας επί του τραπεζίου. — Τόσας μόνον; ηρώτησεν αυταρέσκως μειδιών ο οικοδεσπότης. — Και αυτάς με πολλή δυσκολία· τα μυαλά του κόσμου, βλέπετε, άρχισαν ν' ανάφτουν, και το πράγμα πηγαίνει ολονένα τον ανήφορο. Αγορασταί πολλοί και πωληταί ολίγοι. — Ήσαν λοιπόν βασταγμέναι καλά σήμερον;

Δεν είνε άλλοι; ηρώτησεν ο αρχηγός των χωροφυλάκων. — Όχι γενναιότατε, απήντησεν ο ρινόφωνος αρχοντάρης, χαίρων διότι επέτυχεν εις τον τίτλον, δι' ον τόσην ώραν εσυλλογίζετο. Δυο τρεις φορές του ήλθε να τον ονομάση ενδοξότατον, αλλά δεν του εφάνη καλόν, άγνωστον διατί. — Προσέξετε, είπε μετά φωνής σθεναράς ο αρχηγός. Μήπως απεκρύψατε κανένα; — Θα έλθουν τώρα;

— Ω, αχ, έκαμεν ο Μάχτος. — Διά μίαν αδελφήν; επανέλαβεν ο φρουρός. — Ναι, δι' αδελφήν, είπεν ο Μάχτος. — Σε λυπούμαι, φίλε μου, είπεν ο φρουρός. Και εκινήθη όπως απομακρυνθή. Ο Μάχτος τον εκράτησεν εκ της χειρίδος του χιτώνος. — Στάσου, είπε. — Τι θέλεις; — Ειξεύρεις πού θα την πάγουν; ηρώτησεν ο Μάχτος, λησμονήσας ότι την αυτήν ερώτησιν απηύθυνεν αρτίως ο φρουρός προς αυτόν.

Αυτά λοιπόν δεν γίνονται το έν από το άλλο, αφ' ού είναι εναντία; ηρώτησεν ο Σωκράτης και μεταξύ αυτών δεν γίνονται δύο γεννήσεις, αφ' ού είναι δύο; Και πώς όχι; Είπεν ο Κέβης. Και ότι αι γεννήσεις αυτών των δύο, η μεν μία είναι το αποκοίμισμα, η δε άλλη το ξύπνημα. Το εκατάλαβες αρκετά, είπεν ο Σωκράτης, ή όχι; Παραπολύ αρκετά, είπεν ο Κέβης.