Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Ο καπετάν Σταθάς μου εχάρισε ένα μαμί κεχριμπαρένιο να φουμάρω το τσιμπ'κάκι μου, για να τον θυμώμαι καμμιά φορά· κι' ο καπετάν Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα ίδια μου τα χέρια φτιασμένο, του άρεσε τόσο, που πολλούς μήνες ύστερα όπου μ' εύρισκε, μώλεγε: «Τι έχουμε ωρέ Γιώργη, δεν έχεις τίποτε κοκορέτσι;» «Όρεξι νάχης, καπετάνε μου, τώλεγα εγώ· θέλεις να σου φτιάσω;» Και τρεις φοραίς εθυσίασα τρία πρόβατα, μόνο και μόνο για να του φτιάσω κοκορέτσι.
Ανόητον γερόντιον! Και πώς; Την εξουσίαν αφού μας την εχάρισε, την θέλει να την έχη! Μα την ζωήν μου, καταντούν ωσάν μωρά οι γέροι, κ' αν βλάπτη το καλόπιασμα, τους πρέπει αυστηρότης. Το τι σου είπα μη ξεχνάς! ΟΣΒΑΛ. Πολύ καλά, κυρία. ΓΟΝΕΡ. Και κρύα τους ιππότας του μεταχειρίζεσθέ τους. Ειπέ το 'ς τους συνδούλους σου. Ας έβγη, ό,τι έβγη!
ΦΕΡΔΙΝ. Κύριε, θνητή είναι· όμως αθάνατη Πρόνοια ηθέλησε να την κάμη δική μου· την εδιάλεξα όταν ήτον αδύνατο να ζητήσω συμβουλή του πατρός μου· μήτ' έλεγα πως τον είχα· είναι θυγατέρα τούτου του ξακουσμένου δουκός του Μιλάνου, που τόσες φορές άκουσα να δοξάζεται, και δεν τον είχα ιδεί ποτέ· από τον οποίον έλαβα δεύτερη ζωή, και δεύτερον πατέρα μου τον εχάρισε τούτη η κυρία.
Εξήρε δε την διδασκαλίαν ταύτην διά της ωραίας παραβολής του δούλου, όστις, ενώ ο βασιλεύς του τού εχάρισε μύρια τάλαντα, ευθύς ύστερον συνέλαβε τον σύνδουλόν του από του λαιμού, και δεν ήθελε να χαρίση ελεεινόν μικρόν χρέος εκατόν δηναρίων, ποσόν 1,250,000 μικρότερον από εκείνο το οποίον είχεν αφεθή εις αυτόν.
Οι Έλληνες το ένοιωσαν και μας αφήκαν, σαν διαθήκη τους για τη σκέψη των μεταγενεστέρων, την αντίληψη της ζωής της ρεμβώδους σκέψεως καθώς και τη μέθοδο της κριτικής, με την οποία μονάχα τέτοια ζωή μπορεί αληθινά να πραγματοποιηθή. Αυτή μόνη έκανε μεγάλη την Αναγέννηση και μας εχάρισε τις φιλολογικές γνώσεις.
Σταφυλοφόρους ρίζας Ελαφρά, καθαρά, Διαφανή τα σύννεφα Ο βασιλεύς σου εχάρισε Των αθανάτων. Η λαμπάς η αιώνιος Σου βρέχει την ημέραν Τους καρπούς, και τα δάκρυα Γίνονται της νυκτός Εις εσέ κρίνοι. Δεν έμεινεν εάν έπεσε Ποτέ εις το πρόσωπόν σον Η χιών· δεν εμάρανε Ποτέ ο θερμός Κύων, Τα σμάραγδά σου.
— Μα μη μου δίδετε μισθόν . . . — Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται. — Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . . και να υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος. — Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα; — Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η θειά μου. — Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ. Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.
Σ' όλην όμως την ταραχήν, οπού βρίσκονταν, ήλεγε μέσα του πάλε, ιδές τι ευτυχισμένην ζωή χαίρονται τούτοι οι χωριάταις, απολαβαίνονν τ' αγαθά, οπού ο θεός εχάρισε του ανθρώπου, χωρίς να τους μέλη να ταξιδεύουν για να μάθουν πώς να κρίνουν την γλώσσαν, οπού ηξεύρουν. Σαν αποδείπνισαν, και εσηκώθηκε το τραπέζι, ο Γέροντας άναψε τη βέργα του τη συνηθισμένη, διορίζοντας να φέρουν και του ξένου.
Την αφήκα, Κλωνάριον, να κάμη ό,τι ήθελε, αφού τόσον μ' επαρακαλούσε, μου έδωκε δε και ένα περιδέραιον μεγάλης αξίας και μου εχάρισε διάφορα υφάσματα από τα λεπτοΰφαντα. Έπειτα εγώ την αγκάλιασα ως άνδρα και αυτή μ' εφιλούσε και έκανε και ελαχάνιαζε και ελιγώνετο από ηδονήν. ΚΛΩΝ. Μα τέλος πάντων τι έκανε; Με ποίον τρόπον; Αυτό προ πάντων θέλω να μου πης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν