Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουλίου 2025
Ελθόντος δ' εν τω μεταξύ άλλου δούλου, όστις ανήγγειλεν ότι ο Σωκράτης είχε παραμερίσει και εστέκετο εις το πρόθυρον της γειτονικής οικίας και ότι, μολονότι τον εκάλεσε, δεν ήθελε να έμβη μέσα, — Παράξενον, είπεν, αυτό πού λέγεις. Πήγαινε πάλιν να τον καλέσης και να μη τον αφήσης έως ότου να έλθη. Αλλ' ο Αριστόδημος τότε παρεμβάς, — Όχι, είπεν· αφήσατέ τον ήσυχον.
Η αυλόθυρα λοιπόν ήτο ανοικτή, ακριβώς δε εις το μέσον εστέκετο ο Π. με το γνωστόν μου, αγαθόν του εκείνο μειδίαμα. Τον ητένισα κατά πρόσωπον, εκείνος δε άρχισε να γελά την φοράν ταύτην μ' ένα γέλωτα εσωτερικόν, ούτως ειπείν, ως προσπαθών να μη εκραγή. Εγώ δεν έβλεπα γύρω μου, μόνον αυτόν παρετήρουν, με κάποιον μάλιστα φόβον, αν και το πρόσωπόν του ήτο αιθριώτατον, ως ουρανός ανέφελος.
Μάλιστα εσκαρφάλωνε σαν αγριοκάτσικο κάπως υψηλότερα· του ήρεσε να αρπάζη της φωλιές των πουλιών επάνω από τα υψηλά δένδρα· ήτο ριψοκίνδυνος και τολμηρός, αλλά όσο για να γελά, τον έβλεπε κανείς μόνον, οσάκις εστέκετο κοντά εις την όχθην του παφλάζοντος καταρράκτου ή όταν ήκουε το κατρακύλισμα χιονοστιβάδος.
Μίαν φοράν λοιπόν είχε σταθή κάπου εκεί σύννους από το πρωί, προσηλωμένος εις κάτι, και επειδή το πράγμα δεν επήγαινε, φαίνεται, καλά, δεν παρητείτο, αλλ' εξηκολούθει να μένη εκεί ακίνητος ζητών να εύρη εκείνο που ήθελε. Είχεν έλθει ήδη μεσημβρία και πολλοί είχαν πλέον μυρισθή το πράγμα και εκοινολογείτο από τον ένα εις τον άλλον ότι ο Σωκράτης από την αυγήν εστέκετο εκεί κάτι συλλογιζόμενος.
Οι ρώθωνες του Μανώλη διεστάλησαν από πνοήν οργής και το βλέμμα του εστράφη άγριον προς την εστίαν όπου εστέκετο ο εχθρός. Προς στιγμήν εσκέφθη ν' αφήση τον χορόν και να τον αρπάση από τον λαιμόν. Αλλ' έπειτα του εφάνη απαραίτητον να δώση μίαν διά στίχου απάντησιν, διά να δείξη ότι δεν ήτο ζώον, ως ήθελε να τον παραστήση ο Τερερές.
Πάλιν εβάδισε την οδόν εκείνην, όπου μικρό παιδί με τα άλλα παιδιά εστέκετο και επώλει λεπτουργημένα σπιτάκια. Εκεί επάνω, 'πίσω από τα έλατα ήτο ακόμη το σπίτι του εκ μητρός πάππου του· ξένοι τώρα το κατοικούσαν.
Τότε ο ιερεύς απεφάσισε και έκαμε και τας δύο άλλας καταδύσεις, βαπτίζων «την δούλην του Θεού Αγλαΐαν». O Μπαρμπαρέζος, όστις δεν έλειπεν από την εκκλησίαν, οσάκις την ιεροτελεστίαν επηκολούθει γεύμα, εστέκετο πλησίον του Μουστοβασίλη και επεδοκίμασε τους λόγους του. Με αυτήν την φιλονεικίαν εκινδύνευε να κρυώση το παιδί.. . ίσως δε και το φαΐ. Δεν εχαλούσε κι ο κόσμος για τόνομα.
Όταν τη νύχτα έφευγα από σένα, άμα έβγαινα απ' την πόρτα σου εστέκετο αντικρύ μου. Με πόση μέθη τον έβλεπα συχνά! συχνά με σηκωμένα χέρια το πήρα για σημάδι ιερό για την ευδαιμονία που τότε είχα! και ακόμη . . . Καρολίνα! τι δεν μου θυμίζει άπληστα μύρια ασήμαντα πράγματα που συ έπιασες, αγία μου! «Αγαπητό σκιαγράφημα! Σου το αφίνω κληρονομιά, Καρολίνα σε παρακαλώ να το τιμήσης.
Κάθε κομματάκι, που απεσπάτο από τον βράχον, έπιπτε και ανεπάλλετο, επήδα και εκυλίετο από τον ένα βράχον εις τον άλλον μέχρις ότου έφθανε εις το βάθος και εκεί ησύχαζε. Ο Ρούντυ εστέκετο εκατόν περίπου βήματα όπισθεν του θείου, επάνω εις στερεάν κορυφήν προεξέχοντος βράχου.
Ολίγα σκαλοπάτια υψηλότερα από εκείνο εφ' ου εστέκετο η μαρκησία, και κάτω από την θολωτήν πύλην που βλέπει προς την διώρυγα, ίσταται φέρων εισέτι την ενδυμασίαν του χορού ο ακόλαστος αυτός Μεντόνι. Από καιρού εις καιρόν γρατσουνίζει μηχανικώς την κιθάραν του και μ' έναν αέρα υπερτάτης βαρεσιάς αποτείνει μερικάς συμβουλάς εις τους ανθρώπους που ασχολούνται να σώσουν το παιδί του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν