United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είνε εδώ; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Ο Τρανταχτής έχει λοιπόν συμφέρον διά την νέαν ταύτην; — Βέβαια, έχει συμφέρον. — Και ποίον συμφέρον έχει; επέμεινεν η Βεάτη. — Δεν είνε εδώ πρώτα; ηρώτησε κατ' επανάληψιν ο Σκούντας. — Ποίον συμφέρον έχει; είπεν αύθις η Βεάτη. — Συμφέρον... και πολύ μεγάλο συμφέρον. Αλλά δεν μ' είπατε αν είνε εδώ αυτή.

Όχι, είπεν η Αϊμά, υπερνικώσα την φρίκην αυτής· θα μοι είπετε διά τους γονείς μου; — Θα σοι είπω όσα ειξεύρω διά σε, απήντησεν η μοναχή. — Διά τους γονείς μου; επανέλαβεν η Αϊμά. — Και διά τους γονείς σου, αν ειξεύρω. — Λοιπόν ακούσατε, μήτερ μου, είπεν η νέα, και συνέσφιγγε πάντοτε την καρδίαν της με την αριστεράν χείρα.

Και πώς συμβαίνει ώστε ο Πάπας να είνε ανταποκριτής σου; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Όπως συμβαίνουν όλα τα πράγματα, απήντησεν ο Τρανταχτής. — Εξήγησέ μου λοιπόν πώς συμβαίνουν τότε, διότι εγώ δεν το ειξεύρω. — Διά να συμβή κάτι, είπεν ο Τρανταχτής, εγώ ωμίλησα με σπουδαίους ανθρώπους και το έμαθα αυτό, απαιτούνται δύο τινά· θέλησις και δύναμις. — Λοιπόν;

Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του. Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα, τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα.

Την γνωρίζει λοιπόν ο Τρανταχτής; εξηκολούθησεν η ΒεάτηΒέβαια την γνωρίζει.... — Και ποίαν σχέσιν έχει μαζή της; επανέλαβεν η Βεάτη. — Βέβαια πρέπει να έχη κάποιαν σχέσιν, είπε σοβαρώς ο Σκούντας. Αλλά δεν μοι λέγετε, ευρίσκεται αυτή εδώ; — Και διά ποίον σκοπόν ο Τρανταχτής θέλει να μάθη δι' αυτήν; — Έχει σκοπόν βέβαια, είπεν ανυπομόνως ο Σκούντας. Αλλ' είνε εδώ αυτή ακόμη;

Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.

Αλλ' ο Κουτσογεώργης είχεν αποκοιμηθή πλέον υπό τι εφάπλωμα χονδρόν παλαιόν, όπερ του έστειλεν η γυναίκα του, ως θερμότερον της ξηράς κάπας. — Δεν ακούς, Κουτσογεώργη; επανέλαβεν ο ποιμήν εντονώτερον. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι. Ουδεμία απάντησις. Χλα-Χλα-Χλα μόνον έκαμνεν η χύτρα, εν η τα εντόσθια εχόρευον αναιβοκαταιβαίνοντα.

Ο Γιάννος έκλινε την κεφαλήν εις το στήθος χωρίς να είπη λέξινΓιατί, Γιάννο μ', δεν ακούς; γιατί; επανέλαβεν η Μάρω επιμόνως. — Δεν είν' ανάγκη να μάθης, δεν κάνει· είπεν ο Γιάννος κινών αρνητικώς την κεφαλήν· αν 'μπορής βγάλε με από 'δώ. Κ' εξηκολούθησαν ούτω τα δύο παιδία, συνομιλούντα επί πολύ και ανταλλάσσοντα τας ιδέας των περί της απολυτρώσεως του Γιάννου.

Πλειότερον εκτιμάς εσύ ταις σκωριαίς παρά εκείνος το μάλαμμα. — Αληθινά; είπεν ο Γύφτος μετά θαυμασμού. — Αληθινά, επανέλαβεν ο ξένος. Και είνε φυσικόν. Διότι εκείνος δεν ειμπορεί να έχη ανάγκην από χρήματα. — Είνε δα πολύ πλούσιος, θα πη; — Όχι ότι είνε πλούσιος. Αλλά ειμπορεί να έχη όσα χρήματα θέλει. — Δεν το αγροικώ αυτό τι θέλει να πη.

Λοιπόν, ο άρχων επιθυμεί;... Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο ότι είχε μεταξύ του λάρυγγος και της γλώσσης του φραγμόν τινα, και δεν ηδύνατο να εξέλθη η λέξις. Ο άρχων τον ώκτειρε, και δεν επέμεινεν. — Ας είνε, είπε, σε απαλλάττω του κόπου. Αλλ' όμως είνε αληθές ότι έφερες δυσκολίας. — Δυσκολίας; επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος. — Και πολλάς δυσκολίας. Αλλά διατί, σε παρακαλώ; Ο Γύφτος εσίγα.