Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει ο Γύφτος εις την καλύβην και προτού να εξέλθωσιν οι δύο νέοι εξ αυτής, ο ξένος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Γύφτισσαν. — Δεν μου λες, μαστόρισσα, εκείνη εκεί... Και έδειξε την Αϊμάν. — Τι; είπεν η Γύφτισσα. — Εκείνη η κόρη, επανέλαβεν ο ξένος. — Ποία είνε; — Ποία είνε; — Ναι. — Είνε η Αϊμά. — Αϊμά; — Ναι. — Είνε το όνομά της; — Βέβαια. — Και τι όνομα είνε αυτό;

Αι ώραι είχον παρέλθει, ήτο ήδη μεσονύκτιον. Η φωνή εκείνη εξεκάλεσεν αποτόμως τας δύο γυναίκας εκ του φανταστού κόσμου, εν ώ έπλεον, και επανήγαγεν αυτάς εις τον πραγματικόν κόσμον. — Σιξτίνα! επανέλαβεν η φωνή. — Ω Θεέ μου! είνε η ηγουμένη, είπεν η Σιξτίνα, αναγνωρίσασα την φωνήν εκείνην. Τι να με θέλη; — Ανοίξατε την θύραν, επανέλαβεν η φωνή.

Όνομα. — Βαπτιστικόν της; Η Γύφτισσα εκίνησε τους ώμους. — Και τι κάμνει εκεί; επανέλαβεν ο ξένος. — Τι κάμνει; — Ναι. — Δουλεύει. — Τι δουλεύει; — Τον κήπον της. — Και πού κατοικεί; — Πού κατοικεί; — Ναι. — Εδώ. — Πού; — Εις το σπίτι μου. — Την έχεις εις το σπίτι σου; — Βέβαια. — Διατί; — Διατί; — Ναι. — Μα πού θέλεις να την έχω; — Δεν έχει αυτή σπίτι; — Αυτή σπίτι; — Ναι. — Πού να το βρη;

Η Γιαννού τον ανεγνώρισεν αμέσως. Ήτον ο καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. Άμα είδε την γραίαν άρχισε να φωνάζει μακρόθεν· Καλά που σ' ηύρα! . . . Ο Θεός σ' έστειλε! — Τι να τρέχη; είπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει να μου πη. Βέβηα, ο άνθρωπος δεν θα έχη ακούσει τίποτα για τα πάθια τα δικά μου. — Ξέρεις τίποτα, θεια Γαρουφαλιά; επανέλαβεν ο Λυρίγκος πλησιέστερον ερχόμενος.

Αυτό; Και τι είνε αυτό; — Το βλέπεις, κλειδί είνε. — Το βλέπω ότι είνε κλειδί, αλλά με αυτό δεν εννοώ τίποτε. Ο Τρανταχτής έσεισε τους ώμους. — Διά ποίον σκοπόν είνε αυτό το κλειδί; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δι' αυτό δεν ξεύρω ούτ' εγώ. — Αλλ' όμως ξεύρεις ποιος σου το έδωκε και διά ποίον είνε. — Α, όσον δι' αυτό, μάλιστα. — Αυτό σ' ερωτώ κ' εγώ. — Λοιπόν επιμένεις να το μάθης;

Σφάζουν κρέατα! επανέλαβεν η γραία ως εν ονείρω λαλούσα. Σφάζουν πετεινούς σφάζουν χοίρους! Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι ούτε ψωμί ζεστό δεν έχουν να εορτάσουν τα Χριστούγεννα. Έννοια σου! Ταχειά που θαρθή ο καπετάνιος μου, να ιδής πετεινούς και όρνιθες.

Αφού λοιπόν είμεθα σύμφωνοι, επανέλαβεν ο Ερυξίμαχος, ότι καθένας είνε ελεύθερος να πίνη όσον θέλει, χωρίς να εξαναγκάζεται, προτείνω την μεν αυλητρίδα που ήλθε προ ολίγου να την αφήσωμεν να πηγαίνη στο καλόν. Ας παίξη με τον αυλόν της να διασκεδάση μόνη της, ή αν θέλη ας παίξη να διασκεδάση τας γυναίκας μέσα· ημείς δε ας περιορίσωμεν την συναναστροφήν μας σήμερον εις συνομιλίαν.

Ενθυμούμαι... και κάτι άλλο ... αλλ' είνε όνειρον. — Όνειρον; επανέλαβεν η Σιξτίνα. — Πολύ κακόν, πολύ φρικτόν όνειρον, είπεν επιμόνως η νέα. — Και δεν θέλεις να το είπης; — Ω, δεν ειμπορώ. Δεν ειμπορώ ουδέ να το ενθυμηθώ. — Δοκίμασε, κόρη μου. — Είνε ανάγκη; είπεν η Αϊμά φρικιώσα. — Είνε ανάγκη. Χωρίς να ειξεύρω όσα ενθυμείσαι εκ του βίου σου, δεν ειμπορώ να σε βοηθήσω εις τίποτε.

Τώρα που θα γείνωμεν πλούσιοι, δεν έχεις πλέον ανάγκην να ράπτεις, επανέλαβεν ο σύζυγος μειδιών. Αλλά το βεβιασμένον αυτού μειδίαμα εφαίνετο θέλον αυτόν μάλλον να φαιδρύνη ή την σύζυγόν του. — Πλούσιοι! εψιθύρισε μόλις ακουομένη η Σοφία, και παραιτούσα αίφνης την εργασίαν της.

O γέλως δε των χωρικών εξέσπασε παταγώδης, όταν η Μαργή έκαμψε την γωνίαν της εκκλησίας και απεμακρύνθη μετά της μητρός της, ο δε Αστρονόμος, μιμούμενος τας κινήσεις και την φωνήν της, επανέλαβεν: «Αντίο σας! ... .Έλα μητέρα ... .» Και είπεν έπειτα με την αυτήν επίσυρτην φωνήν: — Τι δέντρο κάνει το στάρι;

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν