Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Κι είχαμε, κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκάμερο, αλήθειά, παπαδιά; είπεν αίφνης, στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς. Η παπαδιά τον εκοίταξεν ως να μην ενόει. — Οπού ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης, επανέλαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του. Θυμάσαι το τάμα που κάμαμε; Η παπαδιά εσιώπα.

Ηρεύνησε δε εις τον κόλπον του και εξήγαγε μέγαν φάκελλον με πολλάς και ποικίλας σφραγίδας και γραμματόσημα. — Γράμμα, είπες, παππά, επανέλαβεν η Αχτίτσα, μόλις τότε αρχίσασα να εννοή τι της έλεγεν ο ιερεύς. Ο φάκελλος, ον είχεν εξαγάγει από του κόλπου του, εφαίνετο ανοικτός από το έν μέρος.

Απόψε έφθασε το βαπόρι, επανέλαβεν ο εφημέριος· εμένα μου το έφεραν τώρα μόλις έβγαινα από την εκκλησίαν. Και ενθείς την χείρα έσω του φακέλλου εξήγαγε διπλωμένον χαρτίον. — Το γράμμα είνε προς εμέ, προσέθηκεν, αλλά σε αποβλέπει. —Εμένα ; εμένα ; επανέλαβεν έκπληκτος η γραία. Ο παππα-Δημήτρης εξεδίπλωσε το χαρτίον.

Ηκούσθη φωνή τρέμουσα γυναικός, από το μέρος του Χριστού το πενθίμως προς πάσαν φωνήν αντιλαλούν, όπου εγγύς ην ο οίκος της χήρας της Αλτανούς, ότε η σκαμπαβία διήρχετο κάτωθεν, ουρίως πλέουσα προς δυσμάς. — Δεν βλέπεις, αθεόφοβε τον καιρό! Επανέλαβεν ο πένθιμος αντίλαλος, πενθιμωτέραν καταστήσας την φωνήν της χήρας της Αλτανούς.

Δεν ξεύρω. — Ω θεοί, θεοί, εψιθύρισεν ο Πλήθων συνάπτων τας χείρας. — Ω θεοί, είπε και ο Θεόδωρος, κρίνας καλόν να μιμηθή το κίνημα και την επίκλησιν του κυρίου του. — Και ήδη, τι ποιητέον; είπεν ο Πλήθων. — Τι ποιητέον; επανέλαβεν ο Θεόδωρος χωρίς να ειξεύρη τι είχε συμβή. — Είνε ανάγκη ενεργείας, είπε μεγαλοφώνως, σκεπτόμενος ο Πλήθων. — Ενεργείας, επανέλαβε ψιττακίζων ο Θεόδωρος.

Ούτω ο νεώτερος παρήτησε την ιδέαν του ν' αναζητήση τον φλώκον, ο δε γέρων επανέλαβεν εντονώτερον ότι ήτο καιρός να κυττάξωσιν αν θα εύρωσι κάπου ανθρωπίνην ψυχήν να τους βοηθήση, ή τουλάχιστον μέρος «ν' απαγγιάσουν». Ηγέρθησαν οι δύο οδηγούντες, ο τρίτος αναγκαστικώς ακολουθών, και μετά κοπιώδη έρευναν, αφού εβεβαιώθησαν ότι αι δύο ακταί ήσαν δύσβατοι και κρημνώδεις, εύρον εις το όριον της άμμου ρίζας τινάς δένδρων πατημένας, οιονεί φλέβας της γης εξεχούσας, κατά την αρχήν του δάσους, όπου εφαίνετο μικρά αλωή και ήρχιζε να χαράσσηται μονοπάτι.

Όταν δε έμεινε μόνος μετά του βουκόλου, ο Αστυάγης τον ηρώτησε πόθεν έλαβε το παιδίον εκείνο και ποίος το παρέδωκεν εις αυτόν. Ο βουκόλος εβεβαίωσεν ότι ήτο ιδικόν του, και ότι η μήτηρ ήτις το εγέννησεν έζη ακόμη εις την οικίαν του. Ο δε Αστυάγης επανέλαβεν ότι δεν ήθελε το συμφέρον του, αλλ' ότι επεθύμει να βασανισθή. Συγχρόνως δε με τας λέξεις ταύτας ένευσεν εις τους δορυφόρους να τον συλλάβωσι.

Εις την συνοικίαν, κατοικουμένην υπό πτωχών εργατών, το παν εκοιμάτο ήδη. — Και θα βλέπω την Πομπωνίαν; επανέλαβεν η Λίγεια. — Ναι, αγαπητή μου. Θα τους προσκαλέσωμεν να έλθουν εις την έπαυλίν μας ή ημείς θα υπάγωμεν εις την οικίαν των. Θέλεις να πάρωμεν μαζί μας τον Απόστολον Πέτρον; Τον βαρύνει η ηλικία και είναι κατάκοπος, θα έρχεται και ο Παύλος να μας βλέπη.

Αλλ' ο Περίανδρος επέμεινε, λέγων ότι ήτο αδύνατον να μη τους συνεβούλευσε τίποτε ο Προκλής. Τόσον δε τον εστενοχώρησε με τας ερωτήσεις του ώστε επί τέλους ο νέος ενθυμήθη τους λόγους και τους επανέλαβεν.

Μπα, δεν έχεις δίκηο η ωμορφιά φαίνεται δέκα μίλια μακρυά είπεν ο Μάιος, ξανθός και μελαχρινός νεανίας, ειδήμων πολύ περί τα τοιαύτα. — Α! 'βρήκες και Μάρτη να κυττάξη ωμορφιά! επανέλαβεν ο Νοέμβριος· μωρέ ξέρεις τι Γαλαξειδιώτης είνε; κερί ανάβειτον παρά. . . δε λέω όχι· κάποτε-κάποτε γυρίζει καιτην ώμορφη, αλλά πάντα την πλούσια κυττάζει κι' ας είνε άσχημη.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν