Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Πώς λέγεις, Κτήσιππε; ηρώτησεν ο Διονυσόδωρος· υπάρχουν άνθρωποι που λέγουν τα πράγματα όπως είναι; — Υπάρχουν βέβαια, απήντησεν, οι άνθρωποι οι καλοί και που λέγουν την αλήθειαν. — Αλλά, επανέλαβεν εκείνος, τα κακά πράγματα δεν είναι κάτι τι κακόν, και τα καλά πράγματα δεν είναι κάτι τι καλόν; — Μάλιστα. — Και υποστηρίζεις ότι οι καλοί άνθρωποι λέγουν τα πράγματα όπως είναι; — Ναι, το υποστηρίζω, — Κακώς λοιπόν λέγουν, Κτήσιππε, οι καλοί άνθρωποι τα κακά, αφού τα λέγουν όπως είναι. — Ναι, μα τον Δία, είπεν εκείνος, και προ πάντων μάλιστα ομιλούν κακώς διά τους κακούς ανθρώπους· και δι' αυτό, αν θέλης να με ακούσης, θα φυλαχθής και συ να μην είσαι από αυτούς, διά να μην ομιλούν και δι' εσένα κακόν οι καλοί άνθρωποι· διότι, πρέπει να ηξεύρης, οι καλοί ομιλούν πάντα κακόν διά τους κακούς.

Αλλά δεν είνε παράξενον, μοι φαίνεται, επανέλαβεν ο Τρανταχτής, να το έμαθα από τον Πάπαν, αφού αυτός, διά τον οποίον ομιλούμεν, είνε καρδινάλιος. — Το ειξεύρω. — Και από τον καρδινάλιον έως τον Πάπαν δεν είνε, μοι φαίνεται, μεγάλη απόστασις. — Δεν ειξεύρω. — Αλλ' ας είνε, εγώ σοι λέγω ότι το έμαθα από τον θαλαμηπόλον του. — Και τον γνωρίζεις; — Είνε φίλος μου.

Απήντησε με υπερηφάνειαν η Μιλάχρω, διευθετούσα τα τελευταία λείψανα των ανθράκων. — Έχεις, επανέλαβεν η οργισθείσα, άμ' θα πάη από κει οπούρθε! — Να μη σε μέλ'! Εξεφώνησεν η Μιλάχρω και ύψωσε την χείρα της ως φουρνόξυλον απειλούσα.

Και αν αναπαύεται χωρίς να την αφήση; είπε φαιδρώς ο Πρωτόγυφτος. — Είσαι λοιπόν αναπαυμένος; — Τι θέλεις να σου πω; Δεν φθάνει ο νους μου μακρύτερα. — Αυτό που σου είπα εγώ, επανέλαβεν ο ξένος, δεν θα είνε διά ν' αφήσης την τέχνη σου. Θα είνε διά να γείνη κάτι καλόν διά σε, καθώς πιστεύω. Ο Γύφτος εσίγησεν. Ο ξένος επανέλαβε·

Ενταύθα ο Γύφτος έκαμεν άκων κίνημά τι της κεφαλής. — Ούτε τα τέκνα σου, επανέλαβεν εμφαντικώς ο άρχων, και δεν ψεύδομαι. Ούτε αυτή η ιδία θα πάθη τι. Ο Γύφτος εκάλυψε το πρόσωπον με τας δύο χείρας. — Τω όντι είσαι αξιολύπητος, είπεν ο άρχων. Αξιολύπητος όχι διότι επίκειται κατά σου δυστύχημα τι· περί τούτου ουδείς φόβος.

Αχ, είπεν η έσωθεν φωνή. — Διατί σ' έχουν εδώ; επανέλαβεν η Βεάτη. — Δεν ειξεύρω. — Ποίος σ' έφερεν; — Άνθρωποι άγνωστοι. — Πόθεν είσαι; — Από τα περίχωρα. — Και θα σε κρατήσουν πολύν καιρόν εδώ; — Δεν ειξεύρω. — Τι κακόν έπραξες διά να σε φυλακίσουν ούτω; — Δεν ειξεύρω, αλλά... — Αλλά; επανέλαβεν η Βεάτη. — Έχω αμαρτίας, ως φαίνεται, είπεν η φωνή μετά στεναγμού. — Και είσαι μόνη εδώ μέσα;

Ο Κιαμήλης εβγήκε, και άργησε να έλθη, μα δεν είναι τίποτε. — Δόξα σοι ο Θεός! είπον τότε εγώ, αναπνεύσας. Εφοβήθην μην ησθένησεν. Αφού είναι καλά, θα έλθη όπου και αν είναι. — Δόξα σοι ο Θεός! επανέλαβεν η γραία στενάζουσα βαθέως. Και ως εάν ήτο υπερβολική ζέστη, ήνοιξε το γιασμάκιόν της πλέον ή ότι το έκαμε μέχρι τούδε ενώπιόν μου, και ήρχισε να αερίζηται διά της μιας αυτού άκρας.

Καθώς είνε εις ημάς τους μικρούς όταν σφάλωμεν, όπου δείχτουν με το δάχτυλο και λέγουν· Να, &ο ποίσος, ο δείξος!& Όταν όμως κάμωμεν κανένα καλόν, κανένας δεν μας λέγει ούτε καλημέρα. Έτσι είνε εις αυτούς τους μεγάλους, είτε καλόν κάμουν είτε κακόν, δοξάζονται. — Δοξάζονται, επανέλαβεν ο Γύφτος· κατάλαβα... — Κ' εγώ επίτηδες το είπα, διά να καταλάβης.

Το βλέπω, παππαδιά μου, απεκρίθη ο γέρων, προσπαθών ανεπιτυχώς να καταβιβάση εις ψιθυρισμόν και ούτος τον ήχον της βραγχώδους φωνής του. Το βλέπω, αλλά είναι ανάγκη να 'ξυπνήση. — Τι τρέχει; Τι τον θέλεις; — Δεν τον θέλω εγώ, δόξα σοι ο Θεός! Ο λεπρός τον θέλει. — Κύριε ελέησον! Ο λεπρός! επανέλαβεν η παππαδιά.

Αυτό θα ήταν το καλλίτερο, είπε θρασυδείλως ο Γύφτος. — Λοιπόν θέλεις με την βίαν; είπεν απειλητικώς ο άρχων. Ο Γύφτος δεν απήντησε. — Ποίον φόβον έχεις; Όταν εγώ σε βεβαιώ ότι ουδείς θα πάθη. Και πάλιν ο Γύφτος εσίγα. — Ουδείς θα πάθη, επανέλαβεν ο άρχων, ούτε συ ούτε ο οίκος σου. — Άμποτε, είπεν ο Γύφτος. — Ούτε ο οίκος σου ούτε η γυνή σου ούτε τα τέκνα σου.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν