United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευτυχώς εις το μεταξύ η υπόθεσις συνεβιβάσθη δι' αμοιβαίων παραχωρήσεων, και ο μεν βουλευτής εξηκολούθησε δίδων την ψήφον του εις το υπουργείον, διαμείνας ούτω πιστός εις τας πολιτικάς πεποιθήσεις και εις τα πατριωτικά του αισθήματα, ο δ' έπαρχος καθησυχάσας διά την θέσιν του εφρόντιζε περί του αριθμού των ομματοϋαλίων του, δικαιών ούτω και την άδειαν απουσίας. Ταύτα εν παρενθέσει.

Π. το παρετήρησεν, αλλά βλέπεις, όταν τ α ξ ε ι δ ε ύ η δ ε ν η μ π ο ρ ε ί ν α σ τ α θ ή. Διά τούτο εξηκολούθησε μόνος την δολιχοδρομίαν του.

Το κάλυμμά του, είς επαναστατικός μαύρος κούκος από τον καιρόν τον Θεσσαλικών, είχε πέσει κάτω χωρίς να το εννοήση. — Ακόμα· νάρθη και η Κρατήρα· απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος· και εξηκολούθησε την διήγησίν του : — Λοιπόν που λες, μπορούσα με το κοντάρι να κάμω δρόμο μέσα σε τόσο χιόνι; Έδωσα, έδωσα, κολλήγα μου, ως που έσπασε το ξύλο. Τότε απηλπισμένος άρχισα να φωνάζω· αλλά ποιος να με ακούση!

Σμιθ έξω στο λιβάδι εις τους εργάτας, και ο γέρων εξηκολούθησε την διήγησίν του, πόσον ο προκάτοχός του τον ηγάπησε και πόσον η κόρη του και πως έγινεν αναπληρωτής του πρώτα, έπειτα δε και διάδοχός του.

Δεξιά και αριστερά η ευτυχίαις να σου έρχωνται, παιδί μου! . . . Εσταμάτησεν εδώ τας αναμνήσεις του ο Γιωργάκης βουρκωμένος, και έσκυψε μέσα εις τον κόλπον του, προσποιηθείς ότι κάτι εμβήκε μέσα εις το μάτι του, διά να μη εννοήσουν οι ναύται. Έπειτα πάλιν εξηκολούθησε την αποστήθισιν της επιστολής: — Σαν κατέβηκες την σκάλα, να την έβλεπες! Πού ευρέθηκεν εκείνη η δύναμι! Θυμήθηκε τα νειάτα της.

Δύο έτη εξηκολούθησε διδάσκουσα η Ιωάννα· όλην δ’ αυτής την υπόληψιν εχρεώστει εις την ευγλωττίαν της, διότι ουδείς εν Ρώμη υπώπτευεν οποίοι θησαυροί εκρύπτοντο υπό το ράσον της. Πάντων εκεί τα πρόσωπα ήσαν εξυρισμένα, των δε καλογήρων μόνον η μύτη προέκυπτεν εκ του κουκουλίου.

Ο βασιλεύς το ήκουσε και του εφάνη ότι ωσάν να είχαν δίκαιον, αλλά εσυλλογίσθη ότι δεν έπρεπε να διακοπή η τελετή. Εξηκολούθησε λοιπόν τον δρόμον του, και οι αυλικοί του απ' οπίσω εκρατούσαν σφικτά την ουράν του μανδύου, χωρίς να υπάρχη ούτε μανδύας ούτε ουρά. Η εξοχή ήτο εις όλην της την ωραιότητα. Ήτο καλοκαίρι, και εις τα χωράφια το σιτάρι εκιτρίνιζε.

Το πρόσωπον της ψεγαδιάστρας δεν είχε την ημέραν εκείνην την συνήθη σκωπτικήν έκφρασιν. — Μανωλιό, του είπε, θέλω να φιλήσω τη χέρα πούσπασε εψές την κεφαλή του Σαμπρή. Μα να φύγης, παιδί μου, να φύγης, γιατ' ήμαθα πως σε γυρεύγουν οι ζαπτιέδες. Να φύγης γλίγωρα! Ο Μανώλης εταράχθη, αλλ' έπειτα είπε με πείσμα: — Ας με ζυγώνουνε. Δεν πάω ποθές. Και εξηκολούθησε τον δρόμον του.

Και εξηκολούθησε πάλιν ομιλούσα. — Μάλιστα, εθύμωσα! αυτό δεν το αρνούμαι. Αλλά εθύμωσα όχι μαζί σου, αλλά με τον Βεζούβιον. Με τον ΓέροΒεζούβιόν σου, τον σκληρόν και απάνθρωπον μνηστήρα σου! Ακούς εκεί; Έκαψε μίαν, και τώρα προσπαθεί να κάψη μίαν άλλην! Και μετ' ολίγον ίσως μίαν άλλην και ούτω καθεξής! Σ' αρέσει αυτό; Και τι πταίει τότε η Νεάπολις αν δεν επιθυμή να πέση εις τα βρόχια του.

Εγώ λοιπόν, εξηκολούθησε, άμα την είδα εγύρισα την σφραγίδα, την οποίαν μου είχε δώσει ο Αράπης, προς το εσωτερικόν του δακτύλου, η δε Εκάτη εκτύπησε με τον δρακόντιόν της πόδα το έδαφος και έκαμε χάσμα τεράστιον, και ως στόμα του ταρτάρου, έπειτα επήδησε εις αυτό και εξηφανίσθη.