Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Εις τους Δωριείς όμως βεβαίως και τούτο υπήρχε καλώς και αισίως, ώστε να μοιράσουν την γην χωρίς φιλονικίας, και χρέη πολλά και παλαιά δεν υπήρχαν. Αυτό είναι αληθές. Τότε λοιπόν, αγαπητοί μου, πώς εβάδισε τόσον κακώς ο συνοικισμός και η νομοθεσία αυτών; Πώς δηλαδή και τι κατακρίνεις εις αυτούς;
— Συ να με βοηθήσης!» είπεν ο Ρούντυ, «ακόμη δεν εχρειάσθηκα την βοήθειαν γυναικός, διά να σκαρφαλώσω!» Και εβάδισε ταχύτερον προς τα εμπρός, μακράν από αυτήν ο χιονοστρόβιλος τον περιεκάλυψε σαν μέσα εις πέπλον, ο άνεμος εβόιζε και πίσω ήκουε την κόρη να γελά και να τραγουδή· ήτο παράδοξος ήχος. Θα ήτο μυστηριώδες φάντασμα εις την υπηρεσίαν της Νεράιδας του Πάγου.
Καθ' όλον αυτόν τον χρόνον θα έμενεν ο μυλωθρός και η Μπαμπέττα εις τους συγγενείς των εν Ιντερλάκεν, του είπαν. Ο Ρούντυ επέρασε το Γκέμμι, ήθελε να καταιβή εις το Γκρίντελβάλτ. Δροσερός και φαιδρός εβάδισε προς τα άνω εις τον δροσερόν, ελαφρόν, δυναμωτικόν αέρα του βουνού.
Η Σοφία το εζύγισεν εις την χείρα, εβεβαιώθη, αν και το ήξευρεν, ότι ήτο γεμάτον, εστάθη μίαν στιγμήν, διά να ακροασθή ακόμη. Δεν απεφάσισε να ξυπνήση την αδελφήν της, ήτις είχεν αποκοιμηθή προ μικρού. Εβάδισε τρία βήματα προς την θύραν την άνευ παραθύρου, όπισθεν της οποίας έρρεγχεν ο γέρο-Σταμάτης. Έκυψε, του έθιξε τον ώμον, τον έσεισεν. Ο γέρων έβλεπε νεανικά όνειρα εις τον ύπνον του.
— Μπορεί να κάμω ως μισήν ώρα, του είπεν ο καπετάν Γεωργάκης· περίμενέ με. Εβάδισε με κόπον, ίσως διότι ήτο αιμωδιασμένος από την καβάλλα. Είτα πάλιν εστράφη προς τον ημιονηλάτην: — Αλήθεια, ξέχασα· φέρε τη λειτουργία, το κηρί, και το λιβάνι, απάνω, στον πάτερ-Γερεμία. Ο άνθρωπος υπήκουσεν.
«Ποτέ δεν αποθαρρύνομαι!» εφώναξε. «Μία επίσκεψις εις τον Μύλον! καλησπέρα εις τον μυλωθρόν, καλησπέρα εις την Μπαμπέττα. Δεν πέφτει κανείς, εάν δεν το σκεφθή. Πρέπει τέλος πάντων να με ιδή η Μπαμπέττα μια φορά. Θέλω να γίνω άνδρας της!» Ο Ρούντυ εγέλα, είχε φαιδράς διαθέσεις και εβάδισε προς τον Μύλον. Ήξευρε τι ήθελε: ήθελε να έχη την Μπαμπέτταν.
Έλα! σιωπή εσείς και ησυχία! εξηκολούθησεν αποτεινόμενος προς τα παιδία, άτινα εξηκολούθουν ορχούμενα και μετά το πέρας του μέλους, ως θάλασσα σαλευομένη και μετά του ανέμου την πτώσιν. Και εβάδισε προς την θύραν. Καθ' ον χρόνον ηυθύμουν και διεσκέδαζον οι κάτοικοι της πτωχής καλύβης, έπληττον και εχασμώντο του πλουσίου οίκου οι κύριοι.
Αλλά την δευτέραν ημέραν μετά το συμβάν, την αυτήν περίπου ώραν και κατά το αυτό μάθημα, ήνοιξεν αίφνης η προς τον διάδρομον θύρα της παραδόσεως, και ανήρ υψηλός και ρωμαλέος εισήλθεν εις την αίθουσαν. Είχε το βήμα βαρύ και το ήθος άγριον. Ατάραχος και ατενώς βλέπων προς την καθέδραν, εβάδισε κατ' ευθείαν προς τον διδάσκαλον, όστις, δεν ηξεύρω, αλλά μ' εφάνη κάπως ωχριάσας την στιγμήν εκείνην.
Ο Πρωτόγυφτος επέβαινεν εφ' ημιόνου, και εκάθητο επί του σάγματος αυτού μετά τόσης συστολής και δισταγμού, ως να μη είχε βεβαιότητα περί του πράγματος. Ο δε συνοδοιπόρος αυτού εκάθητο επί ίππου όλως αγερώχως και εφαίνετο δεξιός ιππεύς. Ότε επέζευσαν, ο Πρωτόγυφτος εβάδισε παρά τον συνοδοιπόρον του σχεδόν κεκυφώς, ούτος δε είχεν όρθιον το ανάστημα.
Με τας δύο χείρας τεταμένας προς τον Νίκον, τα δάκτυλα διεσταλμένα, τα χείλη ημιανοικτά, άφωνος, ωχρά, με τους οφθαλμούς ατενώς προσηλωμένους εις το πρόσωπον του Νίκου, εβάδισε κλονιζομένη προς τα οπίσω και εκάθισεν, ή μάλλον κατέπεσεν επί ενός καθίσματος. Ετρόμαξα! Ο λύχνος παρ' ολίγον να πέση εκ της χειρός μου. Ο Κ. Μελέτης έδραμε προς την αδελφήν του και ήρπασε την χείρα της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν