Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Τα μάτια της δόλιας της Μάννας άρχισαν να κλειούνε, να βασιλεύουν, σαν όταν πέφτει ο ήλιος πίσω από το βουνό, και τα χείλια της να σφαλούν. Η Βασίλαινα η πλειο μικρή κι' η πλειο αγαπημένη της νύφη άρχισε πρώτη το μυρολόγι. Ο ήχος του μυρολογιού την ξαναγύρισε τη δόλια Μάννα.
Στέκονταν όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας Μάννας, της αληθινής μάννας του σπιτιού και περίμεναν το τέλος της, την ύστερη πνοή της με βαρυοθλιμμένο πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς με τ' αρτοφόρι για να τη μεταλάβη.
Κι' αν μώρθη γιε μου θάνατος κι' αν μώρθη γιε μ' αρρώστια Κι' αν τύχη πίκρα ή χαρά ποιος θα μου τηνε φέρει; Εγώ! απαντάει εκείνος με άσκοπη προθυμία βάζοντας όρκο φριχτό. Κ' έτσι εκατάφερε να χωρίση την Αρετή από τη φαμελιά της. Δεν επέρασεν όμως πολύς καιρός και οι φόβοι της μάνας αλήθεψαν. Φριχτό θανατικό έπεσε στη χώρα! Εσάρωσε κόσμο και κοσμάκη, εσάρωσε και της δόλιας μάνας τα εννιά παιδιά!
Αναμέρησαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι' άφηκαν ελεύτερο το μάτι της δόλιας της Μάννας να βλέπη προς τα έξω, κι' αυτή κάρφωσε τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι' ύστερα άρχισε το τραγούδι, σα να είταν γερή. «Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι, «Η Ξενιτειά σε χαίρεται κι' εγώ πίνω φαρμάκι.
Συλλογιέσαι το γλέντι, και δεν πάει ο νου σου στα χάλια της δόλιας αυτής αρχόντισσας, που έχει μαθές ψυχή κι αυτή. Χίλια μεταξωτά σεντόνια και παπλώματα δεν τη σκεπάζουν την πίκρα του χωρισμού. Πιπ. Το βόλεψαν κι αυτό και μη σε μέλη. Όλα τάκουσα και τα ξέρω. Να τα είχα ταυτιά μου στο μαγερειό, σαν έφυγαν τα παιχνίδια.
Οι Λυδοί έφθασαν εις τους Δελφούς και είπον τα παραγγελθέντα· λέγεται δε ότι η Πυθία απεκρίθη εις αυτούς τα ακόλουθα· «Εκείνο το οποίον έγραψεν η μοίρα, ούτε θεός δεν δύναται να το αποφύγη. Ο Κροίσος απέτισε το έγκλημα του πέμπτου πάππου του όστις, δορυφόρος ων των Ηρακλειδών, ηκολούθησε τας συμβουλάς δολίας γυναικός, εφόνευσε τον κύριόν του και κατέλαβε θρόνον εις τον οποίον ουδέν δικαίωμα είχε.
Της Κρήτης ο αφρός, των ανθών της το άνθος, τα πιο λαχταριστά και τα πιο διαλεχτά της κορίτσια, από κάθε μονοπάτι σέρνουνταν εκεί κάτου να φορτωθούν και να πουληθούνε σε Ασία και σ' Αφρική, και μ' άπονη σκουντιά να ριχτούνε στα βάθια του Χαρεμιού, δίχως μήτε θρησκείας παρηγοριά να φυλάξουνε, μήτε όνομα, μήτε άλλο της δόλιας πατρίδας τους φυλαχτάρι.
Γιόνε αφού μούδωκε λαμπρό της δόλιας να γεννήσω, πρώτο λεβέντη, κι' έρηξε λες ύψος σα φυντάνι, σα δέντρο εγώ τον άντρωσα π' ανθίζει σε περβόλι, κι' έτσι στην Τρία τον έστειλα να πολεμήσει Τρώες 440 μ' αρμάδα αναφρυδόπλωρη, μα πια δε θα γυρίσει ξανά ναν τον δεχτώ η πικρή στο γονικό του πύργο. Μα κι' όσο ζει και βλέπει ήλιου αχτίδα, πάλε ακόμα πάθια τον δέρνουν και καμιά βοήθια εγώ δεν τούμαι.
Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο, ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν