United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να κράξεις είπε στ' άρματα όλο τον λόχο αμέσως, 65 που τώρα την πλατύδρομη μπορείς να πάρεις Τροία, γιατί στον Έλυμπο οι θεοί δεν έχουν πια διο γνώμες, τι με τα περικάλια της τους γύρισε μαζί της όλους η Ήρα, και καημοί προσμένουνε απ' το Δία τους Τρώες. Μον θυμήσου τα. Κι' εκείνος έτσι φέβγει 70 πετώντας, και ξυπνάω εγώ απ' το γλυκό τον ύπνο. Μον πάμε, κι' ίσως βγάλουμε στον πόλεμο τ' ασκέρι.

Αγοράζουσιν ενίοτε, αλλ' εν παρέργω ή εν εσχάτη ανάγκη· ένα πήχυν ίσως ταινίας οιασδήποτε ή ημίσειαν δωδεκάδα κομβίων, αν μετά δίωρον βάσανον του δυστυχούς εμπόρου και ατελείωτον λογοκοπίαν αισθανθώσι το ερύθημα της εντροπής· ή ακριβώς μεν εκείνο, διό εξεκίνησαν πρωί από της οικίας των, αλλά μετά πεντάωρον ριζικήν ανασκάλευσιν όλων των εμπορικών καταστημάτων από του πρώτου μέχρι του τελευταίου.

Τότε εκείνου γλυκάθηκε η καρδιά του, σα στάχια που τα περεχάει πρωΐ πρωΐ η δροσούλα τότες που ψαίνεται ο καρπός σ' ολόχνουδα χωράφια· έτσι γλυκάθη σου η καρδιά, Μενέλα, μες στα στήθια, 600 κι' ήμερος τότες τούκρινες διο φτερωμένα λόγια «Αντίλοχε, όχι! Ας σου γενεί κάλια η δική σου χάρη κιάς χόλιασα. Τι ως τώρα εσύ στρεβλός κι' αναποδιάρης δεν είσουν· έτσι μια φορά σε συνεπήρε η νιότη.

Αφτοί σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια, 630 οι διο τους αγγονός και γιος του Συγνεφοσυνάχτη, πρώτα άνοιξε ο Τληπόλεμος το στόμα να μιλήσει «Πια ανάγκη, αφέντη Σαρπηδό, σε βιάζει εδώ να μένεις και να ζαρώνεις, που σπαθί σαν τι είναι εσύ δεν ξέρεις; Ψέματα λεν πως είσαι εσύ τάχα παιδί του Δία· 635 τι είσαι πολύ χειρότερος, όχι ίσος με τους άντρες που γέννησε του Κρόνου ο γιος στα περασμένα χρόνια.

Είπε και του πατέρα εφτύς το λόγο ακούει ο Φοίβος, και κάτου τρέχει οχ τα βουνά της Ίδας ως στον κάμπο, κι' όξω μακριά το Σαρπηδό απ' τις ρηξές σηκώνει, πολύ μακριά, μ' αγνό νερό τον πλαίνει ποταμήσο, του αλείφει λάδι αθάνατο, του βάζει αιώνια ρούχα, 680 και στέλνει διο οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν, το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο ως στης Λυκιάς τον πήγανε μες στα χωριά τα πλούσια.

Άμαξα εγώ και διο άλογα μ' ακούραστα τα σνίχια, 305 τα πιο γοργά που βρίσκουνται στων Αχαιών τα πλοία, θα δώσω σ' όπιον του βαστάει με δόξα του μεγάλη να πάει κοντά στων Αχαιών τα πλοία, και να μάθει αν πάντα τα γοργότρεχα φυλάγουνται καράβια, για τώρα που τα στέρια μας τους ρήμαξαν κοντάρια 310 έβαλαν πια φεβγιό στο νου, κι' απ' τους μεγάλους κόπους σπασμένοι, δεν τους πάει η καρδιά τη νύχτα να φυλάξουν

Διότι είναι πάντοτε παθητικόν και η γένεσίς του δεν επέτρεψε ώστε στρεφόμενον εις εαυτό, απωθών την εξωτερικήν κίνησιν, και μετα- C. | χειριζόμενον την ιδικήν του, να σκεφθή τι των ιδικών του πραγμάτων, γνωρίζον την φύσιν αυτού. Διό τούτο ζη μεν και δεν είναι διάφορον του ζώου, αλλά ίσταται ακίνητον και ερριζωμένον εις το έδαφος, διότι είναι εστερημένον αυτοκινησίας.

Οι ασθενείς συνέρρεον προς αυτόν πανταχόθεν, διό και οι ερχόμενοι προς επίσκεψίν του εφρόντιζον να έλθουν ενωρίς, διά να καταλάβουν όσον ένεστι καλλιτέραν σειράν έκαστος. Σπανιώτατον ήτο να έλθη τις μετά τας ένδεκα.

Και πάει κοντά της στέκεται και της λαλεί διο λόγια «Ήρα, για πού με το καλό; Και στο βουνό γιατί ήρθες τόσο άξαφνα; Όμως άμαξα δε βλέπω νάχεις κι' άτιαΤότες του λέει με διαβολιά η αφροσάρκωτη Ήρα 300 «Να, πάω να δω τα πέρατα της γης, και τη μητέρα Τηθύνα και τον Ωκιανό, πηγή των ουρανήσων, που μ' είχαν πάντα τους μικρή κι' ανάθρεφαν με χάδια.

Μα τέλος πια σα διάβηκαν παλούκια και χαντάκι τρεχάτοι, κι' έπεφαν πολλοί απ' Αχαιών κοντάρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στ' αμάξια χλωμοί του φόβου, τρέμοντας· και στην κορφή της Ίδας ξύπνησε ο Δίας άξαφνα απ' το πλεβρό της Ήρας. 5 Κι' όρθιος πηδάει, και στέκοντας θωράει τα διο τ' ασκέρια, τους Τρώες πούχαν νικηθεί, και πίσω τους Αργίτες που τους βαρούσαν κι' έτρεχε ο Ποσειδός μαζύ τους.