Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Από δε το αντιλογικόν το μέρος, το οποίον αφορά τα διαφιλονικούμενα συμβόλαια, εξασκείται δε όπως τύχη και άνευ τέχνης, πρέπει μεν και αυτό να το θεωρήσωμεν ως έν είδος, αφού ο ορισμός μας το διέκρινε ως διαφορετικόν, όνομα όμως ούτε οι άλλοι έδωκαν εις αυτό, ούτε και ημείς αξίζει να δώσωμεν. Θεαίτητος. Έχεις δίκαιον, διότι υποδιαιρείται εις μικρά και πολυποίκιλα είδη. Ξένος.
Ούτω πλανωμένη διέκρινε τέλος εις το πυκνότερον μέρος του δάσους αμυδρόν τι φως, προς ό κατηύθυνε τον κλονούμενον πόδα της, ελπίζουσα να εύρη εκεί φιλόξενον ασκητήριον ερημίτου.
Αλλ' η γραία την διέκρινε, με τους εταστικούς εκ της πονηρίας της οφθαλμούς, και ήλεγχε και επέπληττε την κόρην της, η οποία ήτο πάντοτε δήθεν μελαγχολική, η ακαμάτα, που δεν έκαμνε παιδιά, η γρουσούζα, που θα τους φάγη με την σκουντούφλα της.
Η Μάρω, χάσασα και την τελευταίαν της ελπίδα, επέστρεφε προς τον πύργον, με οφθαλμούς ερυθρούς εκ των δακρύων, πρόσωπον κατεσχισμένον υπό των κλάδων, ενδύματα κατερρακωμένα ως γραίας ατσιγγάνας και πόδας πρισμένους εκ των δρόμων. Μετά μικρόν διέκρινε μακράν επί υψηλού βουνού τον πύργον όμοιον με γιγαντώδη κοχλίαν ατμομηχανής.
Ο Σαϊτονικολής, αναβλέψας εις έν παράθυρον, διέκρινε μεταξύ βασιλικών και γαρυφάλων ωραίον πρόσωπον κόρης, ήτις επότιζε τα άνθη της. Και την εχαιρέτησε με στοργικήν οικειότητα: — Καλή σπέρα, Πηγιό. — Καλή σου σπέρα, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν εκ του παραθύρου φωνή δροσερά και θαρρετή. Καλώς τον εδέχτηκες κιόλας τον ακριβοθώρετο. — Ώμορφους βασιλικούς έχεις, Πηγιό, είπεν ο Σαϊτονικολής.
Τώρα όμως έβλεπε τις θείες του να τον σερβίρουν όλο φροντίδα, τον υπηρέτη να του χαμογελά σαν να ήταν μωρό, τα κορίτσια να τον κοιτάζουν με τρυφεράδα και λαιμαργία, άκουγε τη μονότονη μουσική του ακορντεόν, διέκρινε τις σκιές που χόρευαν μες στη λάμψη της φωτιάς και σκεφτόταν ότι η ζωή του θα έπρεπε να περνά έτσι πάντα, φανταστική και χαρούμενη. «Χρειάζεται προσαρμογή», είπε ο Έφις προσφέροντάς του να πιεί. «Κοίτα το νερό.
Κυττάζει και βλέπει υψηλά επάνω εις τα κλαδιά κρεμασμένο το καλαθάκι της. Και η γη κάτω είχε σκεπασθή όλη από κάστανα. Εγέμισε το μεγάλο της καλάθι, εγέμισε την ποδιάν της και επήρε της όρνιθες εις το χέρι Δεν ήτο πλέον μακράν από το σπίτι· η θάλασσα εγυάλιζε πλησίον και διέκρινε τώρα εις την ακροθαλασσιάν την καλύβα της.
Ο Λιάκος διασκελίσας διαφόρους σάκκους εισήλθεν εις το γραφείον και εκάθισεν επί της μόνης εκεί διαθεσίμου καθέκλας, παρά την τράπεζαν του διευθυντού. Ο περί αυτόν αήρ απέπνεε βαρύ άρωμα συμμίκτων αποικιακών ειδών, αντήχει δε η επαναληφθείσα εις την αποθήκην βοή της έριδος, εν μέσω της οποίας διέκρινε τας λέξης «βάρος, σάκκοι, τελωνείον,» συχνάκις επανερχομένας εις την συζήτησιν.
Διά τούτο εγώ τουλάχιστον ενόμιζα ότι ουδέ θα ενεθυμείτο αυτά την επιούσαν ο Ζευς και κάθε άλλο επίστευα παρά ότι θα ηγανάκτει και θα ενόμιζεν ότι έπαθε μέγα κακόν διότι ο διανέμων τα κρέατα έπαιζε θέλων να ίδη εάν θα διέκρινε την καλλιτέραν μερίδα ο εκλέγων.
Τότε διέκρινε έξαφνα πράγμα, που ποτέ ακόμη δεν είχε ιδή εδώ· ένα καινούργιο χαμηλό σπίτι ήτο στηριγμένο εις τους βράχους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν