Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Γιατί σου έχει καρφωθεί αυτή η ιδέα στο μυαλό; Γιατί δεν θέλεις να έρθει ο Ρετόρος; Θα σου διάβαζε το Ευαγγέλιο και δεν θα φοβόσουν πια μην πεθάνεις…» Εκείνος δεν απάντησε. Όχι, δεν μπορούσαν να τον κοροϊδέψουν. Η ώρα όμως δεν είχε φτάσει ακόμη κι εκείνος γαντζωνόταν από τη ζωή μόνο και μόνο επειδή φοβόταν μην αφήσει το κουφάρι του στο σπίτι των κυράδων του.

Γράμματα δεν ήξερε, μα σα βρισκότανε μοναχή της, τώβγαζε κρυφά-κρυφά απ' τον κόρφο της και το διάβαζε χωρίς να ξεχωρίζη τα γράμματα. Τι τα ήθελε τα γράμματα; Το διάβαζε με την καρδιά της. Η αγάπη της έβαζε μέσα και λόγια που δεν τα είχε το γράμμα. Μα από μέσα της ήξερε πως το αληθινό γράμμα ήταν αυτό που διάβαζε μοναχή της, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. «Από κει θα σας γράψω πάλι.

Μοναχοκόρη κι αρχοντοπούλα μικρορφανεμένη από μητέρα, το καμάρι κ' η χαρά του γέροντά της, άκακη κι απονήρευτη σαν τ' ανοιξάτικο πουλάκι, αγνή σαν χριστογεννιάτικο χιόνι, είχε γνωρίση τον κόσμο που ξαπλόνουνταν άγνωστος και με μυθική ομορφιά πέρα απ' τα βουνά του χωριού της, μονάχα απ' τα βιβλία που διάβαζε στην ερημιά της.

Είναι μαζί κ' η απορία για κείνα που έχουν γίνει, η ίδια απορία που σαλεύει στο βάθος κάθε συνειδητής ζωής — — — Τη στιγμή αυτή θυμούμαι πως ένα βράδι μπήκα στην κάμαρα της γυναικός μου και τη βρήκα να κάθεται συλλογισμένη μ' ένα βιβλίο ανοιχτό μπροστά της. Διάβαζε στο βιβλίο και το πρόσωπό της φαινότανε δυσαρεστημένο. Έσκυψα απάνω από τον ώμο της κ' είδα πως το βιβλίο που διάβαζε είταν η Γραφή.

Αδύνατο να γίνη διαφορετικά. Ο συγγραφέας δεν είχε πρόχειρο άλλο αντίτυπο. Έφερε η μαμά το δικό της κι αφού σβήστηκε καλά τόνομά της, ο μπαμπάς έγραψε στο βιβλίο: &Του μικρού Νέννε — ο μπαμπάς.& Και τότε ησύχασε ο Σβεν. Δηλαδή φάνηκε πως ησύχασε. Γιατί δε ζήτησε περσότερα. Γύριζε μόνο ολόγυρα και διάβαζε στο βιβλίο.

Έπειτα ήτανε και άνθρωπος ψυχοπονιάρης, ήξερε πως οι νόμοι της Χριστιανοσύνης ήτανε σκληροί και όταν διάβαζε το «Πηδάλιο», τον πονούσε η ψυχή του. «Βαρειά η καλογερική, έλεγε κάποτε στους δικούς του, μα κι' ο λαϊκός, βρε παιδιά, σα θέλη να ζήση με το Νόμο του Θεού, πρέπει να τυραννισθή σ' αυτόν τον κόσμο». Ποιος είν' αυτός που ζη σήμερα με το Νόμο του Θεού; Κανένας.

Αυτά λοιπόν όλα σαν ήρωας τα πολεμούσε ο ασκητικός ο Χρυσόστομος με τη φοβερή του ρητορική. Κι όχι μονάχα από τον άμπωνα τα πολεμούσε, όχι μονάχα γύριζε άγριες ματιές κατά την Αυτοκρατόρισσα, όταν είχε τίποτις να της ψεγαδιάση, μόνο πήγαινε κι ατός του κ' έβρισκε τις μεγάλες κυρίες και τους τα διάβαζε στα σπιτικά τους.

Δεν την άκουγα την τρεμουλιαστή τη φωνή της καθώς τότες που διάβαζε στην τάξη των κοριτσιών. Δεν την είχα πια αντίκρυ μου να με περεχά με το φως της. Είταν κλεισμένη πια τώρα στο σπίτι της, και δεν τη συχνόβλεπε μήτε η Αννούλα. Όχι· την έβλεπα μες στο νου μου, και την είχα πάντα μες στην καρδιά μου.

Μπορεί να είναι για κάποιο κίτρινο γράμμα που είδα στο χέρι της ντόνας Νοέμι. Η ντόνα Νοέμι το διάβαζε και η ντόνα Ρουθ με άσπρο μαντίλι στο κεφάλι σαν καλόγρια, που σκούπιζε την αυλή, στεκόταν ακίνητη ακουμπώντας στη σκούπα και άκουγε». «Ένα γράμμα; Δεν ξέρεις από ποιόν είναι;» «Όχι, δεν ξέρω να διαβάζω.

Μπορούσε να διαβάζη κι αποπάνω κι αποκάτω, κρατούσε το βιβλίο πότε ορθά πότε ανάποδα και διάβαζε τόσο δυνατά, που αντηχούσε όλο το σπίτι. Τέλος κάθησε λίγες στιγμές μόνος του και συλλογιζότανε. Έπειτα έτρεξε άξαφνα τόσο γλήγορα, σα να είχε βια να φτάση όσο μπορούσε προτήτερα εκεί που ήθελε. Πήγε ίσια στην κάμαρα του μπαμπά, όπου καθότανε κείνος πνιγμένος στους καπνούς.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν