Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Πήρε έπειτα τα δέκα του πελέκια ο γιος του Μέγη και πάει στα μισοπέλεκα ο ξακουσμένος Τέφκρος, που παίρνοντας τα ως το βαθύ τα κουβαλάει καράβι. Κατόπι του Πηλέα ο γιος μακρόδρομο κοντάρι φέρνει, και φέρνει απύρωτο πουλουδιστό λεβέτι 885 που ως ένα βόδι θ' άξιζε, και τ' απιθώνει χάμου Τότ' είπε ακοντιστάδες διο να βγουν με τα κοντάρια.

Αφού λοιπόν επήγανε στου Λάμωνα κ' έφερναν το Δρύαντα εμπρός στο Μεγακλή και τη Νάπη στη Ρόδη την εσύστησαν κ' ετοιμάζανε μεγαλόπρεπα όσα χρειαζόντανε για τη γιορτή. Έταξε λοιπόν ο πατέρας της τη Χλόη στις Νύμφες και μαζί με άλλα πολλά έκαμεν αφιερώματα τα σημάδια κ' έδωκε στο Δρύαντα όσα λεφτά έλειπαν για να γίνουνε δέκα χιλιάδες.

Δεν πρέπει δε και να λησμονώμεν ότι αντί ενός ανακαλυπτομένου τοιούτου φρικώδους δράματος, δέκα άλλα τουλάχιστον παρέρχονται απαρατήρητα υπό την πλάκα του τάφου.

Οι Κορίνθιοι, ανεξαρτήτως των δέκα πλοίων, τα οποία τοις ανήκον, έβαλαν ναύτας ακόμη και εις δύο της Λευκάδος και τρία της Αμπρακίας, τα οποία έμελλαν να αποστείλουν κατόπιν.

Τριακόσιαι δε γενεαί ανθρώπων ισοδυναμούσι με δέκα χιλιάδες έτη, λογιζομένων τριών γενεών διά πάσαν εκατονταετηρίδα· αι δε περιπλέον τεσσαράκοντα και μία γενεαί δίδουσι χίλια τριακόσια τεσσαράκοντα έτη.

Εις άλλο καλάθι έβαλε τα σταφύλια της κληματαριάς, στολισμένο και αυτό με άνθη· επήρε μαζί της και τα ολίγα αυγά, τα οποία εσύναζεν από τας όρνιθας του παππού. Εις την αγοράν, όταν είδαν το εύμορφο και καθαρό κοριτσάκι να φθάση, όλοι έτρεξαν ποίος να πρωτοαγοράση όσα έφερνε· μόνον διά τα δύο στολισμένα της καλάθια της έδωσαν δέκα δραχμάς!

Έλυσε την θηλειάν από τας μασχάλας του, έδεσε καλά την Ψαρήν περί το στέρνον, και υπό τους προσθίους πόδας. Έκαμε σημείον, και οι τρεις άνδρες άνωθεν του βράχου ήρχισαν ν' ανασύρωσι σιγά-σιγά την Ψαρήν. Μετά δέκα λεπτά της ώρας κατήλθε πάλιν κενόν το σχοινίον. Ο Στάθης έδεσε την Στέρφαν, και οι τρεις άνδρες ανέσυραν την Στέρφαν.

Ο κατάδικος ουδέν απολέσας της αταραξίας του, υπήγε να τοποθετηθή αυθορμήτως αντικρύ των τουφεκιστών εις την κανονισμένην απόστασιν δέκα βημάτων απωθήσας τον προσελθόντα να περιδέση κατά το σύνηθες τους οφθαλμούς του διά μαντυλίου δεκανέα.

Μικρός κι' εγώ, κι' αυτή μικρή, δέκα χρονών ακόμα Παιδιά απονήρευτα, μαζί εζούσαμαν 'ςτά πλάια, Περιβοσκούσαμαν μαζί τα δύο μας τα κοπάδια Και τα ποτίζαμαν μαζίτης ποταμιάς το ρέμμα. Μαζί εμεσημεριάζαμαν εις της σπηλιάς τον ίσκιο, Μαζίτα δάση ετρέχαμαν κ' εκόβαμαν λουλούδια, Και ταις νυχτιαίς περνούσαμαν μαζί σε μια καλύβα, Μ' αγάπαγε σαν αδερφό, κ' εγώ σαν αδερφή μου.

Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με περιμένη. — Τέτοιαν ώραν θα βγης; — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του. — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν έλθης.

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν