United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό θα ήταν το καλλίτερο, είπε θρασυδείλως ο Γύφτος. — Λοιπόν θέλεις με την βίαν; είπεν απειλητικώς ο άρχων. Ο Γύφτος δεν απήντησε. — Ποίον φόβον έχεις; Όταν εγώ σε βεβαιώ ότι ουδείς θα πάθη. Και πάλιν ο Γύφτος εσίγα. — Ουδείς θα πάθη, επανέλαβεν ο άρχων, ούτε συ ούτε ο οίκος σου. — Άμποτε, είπεν ο Γύφτος. — Ούτε ο οίκος σου ούτε η γυνή σου ούτε τα τέκνα σου.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Λαμπρά! να στέφανος, και βάλ' τον στο κεφάλι Θ' ΓΥΝΗ εκτελούσα. Να με λοιπόν! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Έ, μίλησε! Θ' ΓΥΝΗ Έτσι το λες εσύ; Πως θα μιλήσω δηλαδή προτού να πιω κρασί; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Για ιδές• κρασί θέλει να πιή! Θ' ΓΥΝΗ Και βέβαια• γιατί φορώ στεφάνι, βρε κουτή; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Φύγε από 'δω εσύ, τρελλή! γιατί τα ίδια, φαίνεται, θα φτιάσης στη Βουλή.

Και το έν των δύο ώφειλεν, εφρόνουν, να επακολουθήση. Ποία ευτυχής συγκυρία, ότι η ένοχος αύτη, η δύστυνος γυνή έπεσεν εις τας χείρας των! Όχι ακόμη! Μία αίσθησις όλης της ευτελείας των, της κακίας των, της κυνικής διαπομπεύσεως παντός αισθήματος το οποίον ο οίκτος θα συνεκίρνα και η αβρότης θα περιέστελλε, κατέθλιβε το πνεύμα του Ιησού.

Αν περάσης από τους κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με να σε φιλέψω κανένα μαρούλι, κι' ολίγα κουκιά. Και απεμακρύνθη. Την εσπέραν η Φραγκογιαννού ευρίσκετο εις την Πέρα-Ράχην, εις το καλύβι του Κσμπαναχμάκη, Η σύζυγός του βοσκού, γυνή πλέον ή τριάκοντα ετών και μήτηρ πέντε τέκνων, έκειτο επί της κλίνης. Ήτο εις αθλίαν κατάστασιν.

Παρετήρει τον πατρικόν πύργον, τας μεγάλας κλίμακας, αι οποίαι προσετρίβησαν υπό τους πόδας των γονέων του, τα δωμάτια τα οποία άλλοτε κατείχεν η μήτηρ του, η καλή εκείνη και αγία γυνή, κατεχόμενα ήδη υπό της Κυρά Ρήνης, την κακίαν διαδεχθείσαν την αρετήν εκεί.

Η νεαρά γυνή εστάθη επ' ολίγον σύννους, μετά τινα δε λεπτά μετέβη εις τον κοιτώνα της και κατεκλίθη. Η κεφαλή της έκαιε . . . Μετά έν τέταρτον ώρας ηκούσθησαν τα βήματα του συζύγου, όστις εισήλθεν εις τον κοιτώνα. — Τι έχεις, Αρσινόη; ηρώτησεν ανήσυχος. Αιφνίδιος κεφαλόπονος, Άγγελε. Δεν είνε τίποτε. Ο σύζυγος έψαυσε το μέτωπόν της. — Το κεφάλι σου καίει, είπε. Αναπαύσου, θα σου κάμω συντροφιάν.

Μα πού είναι; . . . Στο χωράφι, είπες; Και τι κάνει;. . Ποιος να τρέξη, χριστιανή μου, ως εκεί;. . . Συ είσαι άρρωστη γυναίκα . . . Γιάννη! . . . Πού είσαι, Γιάννη; Τέλος ηκούσθη φωνή, πέραν του ακρινού φράκτου, από την εσχατιάν ερχομένη. — Τι είναι; . . . Ποιος φωνάζει; — Τρέξε, Γιάννη! . . . Τα κορίτσια πνιγήκανε! έκραξε με μέγαν κόπον η άρρωστη γυνή. Μετά έν λεπτόν έφθασε τρέχων ο Γιάννης.

Λέγει δε προς εμέ: — Ιδού τα δύο άκρα συναντημένα· η γυνή θαυμάζεται παρά πάντων, ο δε ανήρ περιφρονείται· εις την λαλιάν ταύτης αποκαλύπτονται, και εις την λαλιάν εκείνου γελούν. Η γραφή αυτής εκτελεί το γύρον του κόσμου· και η γραφή τούτου εξευτελίζει τον χάρτην. Αλλά τώρα θα ίδης.

Ακόμη δε και το &άρρεν& και ο &ανήρ& διά κάτι τι παρόμοιον με την &άνω ροήν& ωνομάσθησαν. Η δε &γυνή& μου φαίνεται ότι ισοδυναμεί προς το &γονή&. Το δε &θήλυ& φαίνεται ότι έλαβε το όνομα από την &θηλήν&. Η δε &θηλή&, καλέ Ερμογένη, δεν σου φαίνεται ότι ωνομάσθη από το ότι κάμνει &θαλερά&, καθώς όλα όσα ποτίζονται; Ερμογένης. Μου φαίνεται, καλέ Σωκράτη. Σωκράτης.

Ήτον η γυνή απ' τα βουνά, σύζυγος ποιμένος, του Θοδωρή του Τσολοβίκου, από εκείνας τας αρχαϊκάςτης πρωτινές ή παλαιινές, καθώς τας έλεγαν.