United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταις εκατάφερα τέλος πάντων εκατόν! εφώνησε προς μικράν τινα και κομψήν γυναίκα, καθημένην εγγύς τραπεζίου, και ράπτουσαν υπό το αμυδρόν φως μικράς ορειχαλκίνης λυχνίας, παρά το λίκνον κοιμωμένου βρέφους. Αλλ' η σύζυγός τουδιότι σύζυγος αυτού ήτο η ωχρά εκείνη και κατηφής γυνή, — ουδέν απήντησεν.

Και ούτω την έσυραν προς Αυτόν, και την έστησαν εις το μέσον· την αυτόφωρον ενοχήν υπό το βλέμμα της ασπίλου Αθωότητος, την έκπτωτον αθλιότητα ενώπιον του βήματος του απείρου Ελέους. Και τότε, ως εάν αι καρδίαι των δεν ήσαν μεσταί ύβρεως αρχίζουσι γλοιωδώς, μετά ειρωνικής ευλαβείας, να εκθέτωσιν ενώπιόν Του τα κατ' αυτήν. «Διδάσκαλε, η γυνή αύτη ελήφθη επ' αυτοφώρω μοιχευομένη.

Ήτο δε η γυνή εκείνη εκ της Πέλλης, η οποία άλλοτε επί των Μακεδόνων βασιλέων ήτο πόλις ακμάζουσα και ευτυχής, τώρα δε είχεν ολίγους και απόρους κατοίκους.

Εάν αληθώς οι Φοίνικες ήρπασαν τας ιερείας εκείνας και τας επώλησαν, την μεν εις την Λιβύαν, την δε εις την Ελλάδα, νομίζω ότι η γυνή αύτη η μεταφερθείσα εις την σημερινήν Ελλάδα, ήτις άλλοτε εκαλείτο Πελασγία, θα επωλήθη εις την Θεσπρωτίαν, και ότι γενομένη δούλη θα ίδρυσε ναόν του Διός υπό την ευρισκομένην εκεί φηγόν, νομίζουσα πρέπον, αφού υπηρέτησεν εις τον εν Θήβαις ναόν του Διός εξ ου ήλθε, να διαιωνίση την ανάμνησιν αυτού εν τω τόπω όπου είχε μεταφερθή.

Έλα εδώ να ιδής, ποιά σου έκλεψε τα ρούχα σου. Ακούσασα την πρόσκλησιν ταύτην η άλλη γυνή δεν έχρηζε μεγάλης νοημοσύνης όπως εννοήση. Έσπευσε να φθάση εντεύθεν του φράκτου, και έρριψεν άπληστον βλέμμα επί του κανίστρου της Αϊμάς. Χωρίς δε να ερευνήση προσεκτικώτερον, ενόμισεν ότι εβεβαιώθη περί του πράγματος, διότι η σύμπτωσις κατέπληξεν αυτήν.

Η εργατική γυνή ήτο ενδεδυμένη καθαράν μανδήλαν πολίτικην καινουργή και εκ πρασίνου εριούχου γουνάκι και φουστάνι μερινόν χρώματος καφέ, και επάτει μετά προσοχής επί των ολισθηρών πετρών του λιθοστρώτου. Αλλά και ο Μπάρμπα-δήμαρχος έφερε και αυτός καθαράν ενδυμασίαν.

Εάν η ποίησις παρά τω προνομιούχω συγγραφεί μας είνε κόρη αθώα, λευκή ως το κολόβιον του Χρυσού του εις το φετεινόν πρωτοχρονιάτικο διήγημά του ο «Μπάρμπα-Δήμαρχος», αλλ' η τέχνη αυτού είνε γυνή αρτία, μεγαλοπρεπής, ανδριάς κολοσσαίος Ήρας, ως παρίσταται εν τω Μουσείω της Νεαπόλεως.

Ήμουνα βουτηχτής και δεν ετρόμαξα ποτέ τα ψάρια τα άγρια. Και τώρα φοβούμαι πως τα βερεσέδια θα με φάνε. Η Θωμαή, ανίδεος κόρη από τα του κόσμου, γυνή μη γνωρίζουσα τίποτε άλλο από τα οικιακά έργα, τι να είπη, τι να συμβουλεύση. Ν' αλλάξη ο σύζυγός της εργασίαν; Αλλ' είχε κακοσυνηθίση πλέον εις τον καθιστικόν βίον ο Λαλεμήτρος.

Αλλά το πρώτιστον εισόδημα της θειά-Αχτίτσας προήρχετο εκ του σταχομαζώματος. Τον Ιούνιον, κατ' έτος, επεβιβάζετο εις πλοίον, έπλεεν υπερπόντιος και διεπεραιούτο εις Εύβοιαν. Περιεφρόνησε το ονειδιστικόν επίθετον της «καραβωμένης», όπερ εσφενδόνιζον άλλα γύναια κατ' αυτής, διότι όνειδος εθεωρείτο το να πλέη γυνή εις τα πελάγη.

Είπε και τ' ασημόκομποτον ώμο έζωσε ξίφος. έδυσ' ο ήλιος κ' έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος• οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναντου Αλκινόου το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα• και αυτοίτο πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους 420 τα ωραία δώρα• εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος, κατόπ' οι άλλοι, κ' έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία κάθισαν όλοι• κ' έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης• «Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, 'πώχεις, φέρε, και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα. 425 κ' ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου, όπως αφού λουσθή και ιδή με τάξι όλα βαλμένα τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν, χαρή και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο. και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω, 430 να με θυμάται ολοζωής, όταντα μέγαρά του σπονδαίς προσφέρη του Διός και όλων των αθανάτων».