Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Σήμερον τάμαθα. Και εώρτασαν λαμπρά τα Χριστούγεννα εκεί έξω σαν καλοί χριστιανοί. — Να μη το μάθωμεν! είπον μετά λύπης. — Δεν είμεθα άξιοι, φαίνεται. Είπε και ο φίλος μου εν θλίψει. Και εξηκολούθησεν: — Εώρτασαν ωραία. Έξω-έξω, εις την άκρη της πόλεως. Είνε μια ήσυχη γειτονιά, σαν χωριαδάκι. Και η Εκκλησία μικρούτσικη. Ο κυρ Χριστόφιλος, πού το μυρίσθη; Λες και είνε γάτος εις μερικά πράγματα.

Πρώτο, που γνώριζε πως μήτε ο Βελισάριος μήτε ο στρατός του δε βρίσκουνταν πια στη γειτονιά του. Άλλο ένα, που κι ο Βιτίγης τούβαζε φιτίλια, κ' έτσι στα 540 ξανακόρωσε η περσική η φωτιά.

Τρέχα συ τότες γύρευε δίκιο, θα χαμογελάσουν οι άλλοι, και θα σου πούνε να περάσης κι από τη δική τους τη γειτονιά. Όσο για τον Αγά, αυτός θα σου δώση να καταλάβης καταπού πέφτει το μαξιλαράκι του μιντεριού του. Και συ τότες, εκεί που του συντυχαίνεις, ανασηκώνεις το μαξιλάρι, και κρύβεις από κάτω ένα πουγγί. Κατά το βάρος του μαγεμένου πουγγιού θα είναι και το δίκιο σου.

Να, παραδείγματος χάριν, μία γυναίκα, που ομιλεί σε κανένα για την ευγένειάν της και για το κτήμα της, ούτως ώστε κάθε ξένος δεν δύναται παρά να σκέπτεται· αυτή είναι μία τρελλή που φαντάζεται, ο Θεός ξεύρει τι, για την ολίγην ευγένεια και για την φήμην του κτήματός της. — Αλλ' ακόμη χειρότερα αυτή δα η γυναίκα είναι απ' εδώ από την γειτονιά κόρη ενός γραφέως. — Ιδές, δεν δύναμαι να εννοήσω πώς το ανθρώπινον γένος, τόσην ολίγην φρόνησιν έχει ώστε να ατιμάζεται τόσον ταπεινά.

Μωρή τα νιάτα σου θ' ακούμε ή τον αρραβώνα μαθές; Πιπ. Από τόνα ήθελα νάρθουμε στάλλο. Και συ πάλε μας κάνεις δα την ανήξερη! Περμ. Αστροπελέκι να πέση και να με κάψη, ανίσως κι άκουσα τίποτις. Ένα γαμπρό ξέρω στη γειτονιά μας, κι αυτός είνε της Τρυποβράκας ο γυιός. Πιπ. Τώρα μας ξύπνησες και του λόγου σου. Ο κόσμος τόχει τούμπανο και συ μας τόβγαλες για κρυφό.

Αλλά πριν το ανακαλύψη αύτη, όλη η γειτονιά, ως εικός, το είξευρεν ίσως και προτού να συμβή το πράγμα. Μόνον ο κυρ-Αναγνώστης ευρίσκετο εν αγνοία. «Ο κόσμος», όπως είπε τότε η πονηρή Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα «τώχε τούμπανο, κι' αυτός κρυφό καμάρι».

Έτσι κι ο Ιουστινιανός τώρα έφερε Ανθέμιους κ' Ισίδωρους από τις επαρχίες· και τόσο κατάκαρδα πήρε τη δουλειά που και σπίτι έχτισε και προσκυνητάρι δικό του στη γειτονιά, να βρίσκεται κοντά και να πιστατή μονάχος. Και καθώς είδαμε δεν πέρασαν έξη χρόνια κ' έμπαινε με τη λαμπρή συνοδιά του να εγκαινιάση το νέο του μεγαλούργημα. Μα ας έρθουμε στην περιγραφή της περιξάκουστης αυτής εκκλησιάς.

Τότες άρχεψε να ψευτίζη και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα. Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν επήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά 'ςτό κορμί της, κι' οι γιατροί πούχε καλέσει ο Ζώης, οι καλλύτεροι γιατροί των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα φρύδια. Κάποτε κι' όλας φανέρωσαν σε κάποιον 'ςτή γειτονιά ότ' η λεχώνα κιντύνευε.

Περνώ εγώ από κει και βλέπω ότι είνε μεγάλη ανάγκη. Δεν υπάρχει κανένα καφενείον σ' εκείνη την γειτονιά, και αναγκάζονται οι νοικοκυραίοι να φεύγουν εις τα μακρυνά, εις τα Χαυτεία, και φωνάζουν οι γυναίκες τους γιατί τους αλλαργεύουν πολύ οι άνδρες του και έχουν καρδιοχτύπι την νύκτα μεγάλο, μη πάθουν τίποτε οι καϋμένοι...

Τον κύτταζαν με θαυμασμό και κάποτε, όταν ήτανε νύκτα ή σκοτεινιά, με φόβο. Και δεν ήτανε μονάχα οι ανθρώποι. Τα σκυλιά τον έπαιρναν από πίσω και τον γαυγίζανε σα λυσσασμένα. Δεν κοτούσε να περάση από γειτονιά, από δρόμο ή από στάνη. Μόλις τον απείκαζαν τα σκυλιά, μικρά, μεγάλα, χυμούσανε να τον φάνε.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν