Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Δεν ημπορώ να μιλήσω αλλέως, απεκρίθη η Κατηγέ, και αν είναι μία ευτυχία εις το να υπακούσω, διατί δε τον υπακούεις εσύ, και να τον πάρης άνδρα πού είσαι μεγαλήτερη και ευμορφότερη από εμένα; Η σκληρότητα της Κατηγές έθλιψε κατά πολλά τον γέροντα.

Θα στείλω τον γέροντα υπουργόν μου, λέγει ο βασιλεύς. Είναι τίμιος και φρόνιμος και καταλληλότατος διά το αξίωμά του, και ημπορεί αυτός να κρίνη αν είναι εύμορφον το ύφασμα. Υπήγε λοιπόν ο γέρων υπουργός εις το εργαστήρι, όπου οι αγύρται εδούλευαν τα άδεια εργαλεία. — Κύριε ελέησονί! λέγει ο υπουργός, και τεντόνει τα μάτια του. Δεν βλέπω τίποτε. Αλλ' αυτά τα είπε μέσα του.

Εγώ επίστευσα ότι να μην έχω άλλον που να με θεωρή και να με ακούη, παρά τον γέροντά μου, μα εγελάσθηκα. Ο Βεζύρης, ο οποίος κατά τύχην εσεργιάνιζεν εις τον μπαχτζέ τότε, ακούοντάς την φωνήν μου και το λάλημά μου επλησίασε προς ημάς. Εγώ βλέποντάς τον εσηκώθηκα διά να αναμερίσω εις σημείον σεβασμού.

Και αφού επί ώραν εθεώρει, αλλόφρων, άλλοτε τον ουρανόν, και άλλοτε την θάλασσαν, εισήλθε πάλιν εις τον ναΐσκον, ένθα είχεν αρχίσει η ιερά λειτουργία. Κατ' ευθείαν προχωρεί προς το άγιον βήμα και προκύπτει προς τα ένδον, ίνα ερωτήση τον Γέροντα περί της λέμβου.

Και ο Νέστωρ εκείνος, από την γλώσσαν του οποίου ο λόγος έτρεχεν ως μέλι, ήτο παράσιτος αυτού του Αγαμέμνονος, και ούτε τον Αχιλλέα, όστις όχι μόνον εφαίνετο, αλλά και ήτο ανδρειότατος και εναρετώτατος, ούτε τον Διομήδην, ούτε τον Αίαντα ο βασιλεύς ηγάπα και εθαύμαζεν όσον τον Νέστορα• διότι ούτε δέκα Αίαντας, ούτε δέκα Αχιλλείς ηύχετο να είχε, ενώ έλεγεν ότι προ πολλού θα είχε κυριεύσει την Τροίαν εάν είχε δέκα στρατιώτας, όπως τον παράσιτον εκείνον, καίτοι γέροντα.

Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα πολλά γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή ζωής· εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν σπητάκι, και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο.

Φαντάζεσθε ότι είμαι τρελλός, αλλ' οι τρελλοί δεν γνωρίζουν τίποτε! Έπρεπε να παρατηρήσετε, έπρεπε να ιδήτε πόσον εστάθην συνετός κατά την διάρκειαν της υποθέσεως αυτής . . . . με πόσην προφύλαξιν, με πόσην πρόνοιαν, με πόσην μυστικότητα εξετέλεσα το έργον μου αυτό. Ποτέ δεν εσυμπάθησα άνθρωπον περισσότερον από τον γέροντα αυτόν καθ' όλην την προηγουμένην εβδομάδα της δολοφονίας.

Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας και κράζει τον μπέη παράμερα: — Ένας γέροντας λέγει, εφάνηκε στην Πεζούλα ερχάμενος από τη θάλασσα. Έρχεται να γιατρέψη τη μπεοπούλα. Καθώς τ' ακούει εκείνος ευθύς αναγάλλιασε. — Τρέξετε γλήγορα, λέγει στους ανθρώπους του· γλήγορα να μου φέρετε τον γέροντα. Τρέχουν εκείνοι αστραπή, βρίσκουν ένα κοντό και κακοτράχαλο γεροντάκι καβάλα σε μια κασσέλα.

Ο Λαλάς μου μαθαίνοντας το συμβεβηκός μου και την δυστυχίαν μου ολίγον έλειψε που να αποθάνη από την θλίψιν του· μα με όλον τούτο δεν έλειψε που διά νυκτός να πάρη τόσον βίον και διαμαντικά που μας ευρίσκονταν και να τα φέρη μαζί του εις την φυλακήν που ευρισκόμουν με τα οποία εκέρδισε τους φυλακάτορας και άνοιξαν την φυλακήν και εφύγαμεν ομού με τον γέροντα και με τους ίδιους τους φύλακας.

Κι ό τι κάμανε να της ξαναρριχτούν οι αποτρελλαμένοι οι Παραμυθιώτες, πρόβαλε η βαριόμοιρη η Μιχάλαινα μαυροφόρα πάντα, κατάχλωμη και με τα μάτια κοκκινισμένα από το κλάψε κλάψε, και με φωνή τρεμάμενη τους παρακάλειε, Χριστιανούς και Τούρκους, να την αφήσουνε του Γέροντα και του Επιτρόπου.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν