Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω; κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτος 'ς τα μετρημένα λόγια• και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος».
Έτσι είπε, και του γιου του εφτύς του Θρασυμήδη παίρνει στέρια μια ασπίδα αστραφτερή, εκεί βαλμένη δίπλα 10 στην κόχη — τι του γέροντα την είχε ο Θρασυμήδης- και παίρνει ακρόχαλκο γερό κοντάρι ακονισμένο.
Έτσι επέρασα εις το γεύμα, κυρ κόκορα. ΠΕΤ. Δεν εκαλοπέρασες, ταλαίπωρε Μίκυλλε, αφού η τύχη σου σ' έρριξε κοντά εις εκείνον τον φλύαρον γέροντα. ΜΙΚ. Άκουσε τώρα και το όνειρον. Έβλεπα ότι ο Ευκράτης ήτο άτεκνος και απέθανε.
— Νταν! Νταν! Νταν! Είχε διαβάσει εις το Ευαγγέλιον, αλλά και πολλαίς φοραίς του εξηγούσεν ο μακαρίτης ο Γέροντας, ο πνευματικός της νήσου, με τα μεγάλα μάτια και την χονδρήν φωνήν, πως η ψυχή είνε πλέον πολύτιμον πράγμα από το σώμα, και, αν την χάση κανείς, με τίποτε πλέον, ουδέ με τον κόσμον όλον, δεν ημπορεί να την εξαγοράση . . . Το επίστευεν αυτό, και περισσότερον ακόμα επίστευε την φωνήν του Γέροντα, οπού χονδρά-χονδρά αντηχούσεν έως μέσα εις την καρδίαν του πάντοτε: — «Ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; . . .»
Μόνον ο Κώστας ο θερμαστής, πάντα ίδιος, ηθέλησε πάλι να κεντήση τον γέροντα: — Έλα, πες μας Μπάρμπα — Καληώρα, πόσες φορές ναυάγησες;
Ένα από τα μάτια του ήτο όμοιον με το μάτι γυπός. Ένα μάτι γαλανά ωχρό, με ασπράδι προς τα επάνω. Κάθε φορά που το μάτι του έπεφτε επάνω μου επάγωνε το αίμα μου. Και να, ότι βαθμιαίως ωλίσθησεν εις το πνεύμα μου η σκέψις ν' αφαιρέσω την ζωήν από τον γέροντα αυτόν, και ν' απαλλαγώ τοιουτοτρόπως από το μάτι του. Επί του παρόντος, ιδού το ζήτημα.
Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τι τάχα συ περίμενες που 'ριξες το παιδί σου; ΚΡΕΟΥΣΑ Επίστευα πως ο θεός θα σώση τη γενειά του. Αχ! του σπιτιού σου τη χαρά ποιά συφορά τη δέρνει! ΚΡΕΟΥΣΑ Τι κρύβεις το κεφάλι σου και κλαις, ω γέροντά μου; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πού βλέπω τον πατέρα σου και σε δυστυχισμένους. ΚΡΕΟΥΣΑ Έτσ' είν' ο κόσμος• τίποτε στη θέσι του δεν μένει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Έ, τώρα η λύπες, κόρη μου, ας μη μας παρασέρνουν.
Η δε Χειλωνίς τόσον ηγάπα τον γέροντα πατέρα της, και τόσον συνεκινήθη υπό της δυστυχίας αυτού, ώστε απεφάσισεν αμέσως να εγκαταλείψη και τον βασιλέα σύζυγόν της, και όλας τας βασιλικάς τιμάς, πενθηφορούσα δε και με λυμένην κόμην να τρέξη εις τον ναόν, διά να συνικετεύση μετά του πατρός της και παρηγορήση αυτόν εις την δυστυχίαν και απομόνωσίν του.
Εάν δε κανείς κτυπά τον συνομήλικόν του ή τον άτεκνον γεροντότερόν του, και ο γέρων τον γέροντα και ο νέος τον νέον, αυτός ας τον αποκρούη συμφώνως με την φύσιν χωρίς οξύ όργανον με γυμνάς χείρας, όστις δε περάση τα σαράντα έτη της ηλικίας του, εάν συγκρούεται με κανένα ή επιτιθέμενος ή αμυνόμενος, θα είναι πρέπον να θεωρηθή αγροίκος και δουλοπρεπής και χαμερπής και να λάβη εξευτελιστικήν τιμωρίαν.
Η απλότητα, η ευταξία, και στον ίδιον καιρόν η αφθονία σε όσα είναι χρειαζούμενα για την αναπαυτική ζωή του ανθρώπου, δίχως την περίσιαν πολυτέλεια της περιφάνειας· το καλό δέξιμο όλης εκείνης της φαμηλιάς, οπού ξεσυνερίζονταν ποιος να του κάμη την μεγαλήτερη περιποίηση, και ξεχωριστά η ομιλία του γέροντα οπού έδειχνε σ' όλαις του ταις απόκρισαις, πως ο νους του ωδηγούνταν από τον ορθόν λόγον, θελά προξέναγαν στον Λογιότατον αδοκίμαστη ευχαρίστηση της ψυχής του, ανίσως και η άκοπη βαθιά συλλογή του τον άφηνε να τα νιόση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν