Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Ντσόγια μου, άφσ' τον κρητικό· κάμε τ' αμόρ μ' εμένα. ΚΑΝ. Ποτές δεν καταπιάνομε, φράγκο εγώ με σένα. Εκείνον είπες γέροντα κι' εσύ είσαι πγιο γέρος.
Την αλήθειαν λέγεις, εγώ όμως δεν είχα σκεφθή ότι έχεις καλόν μνημονικόν. Ώστε εννοώ τόρα ότι δικαίως ευχαριστούνται μαζί σου οι Λακεδαιμόνιοι, διότι γνωρίζεις πολλά, και σε έχουν καθώς έχουν τα παιδιά τον γέροντα διά να διηγούνται ευχάριστα παραμύθια. Ιππίας.
Και ήλθεν η μάννα του και του έλεγε: Γλέπεις, καταραμένε, για να μη θελήσης νάρθης 'ς τον Γέροντα; Γλέπεις; Ύστερα, τον άλλο χρόνον, εμπαρκάρισεν. Αλλά ποτέ του δεν έκαμε Χριστούγεννα σε πολιτεία· ούτε 'ς το χωριό του, ούτε σε καμμιά άλλη πολιτεία. Αλλά πάντοτε, την ημέραν αυτήν, ευρίσκετο εις το πέλαγος.
Δεν θα ημπορούσα να είπω πώς κατά πρώτον η ιδέα εισεχώρησεν εις τον εγκέφαλόν μου· αλλ' αφ' ότου την συνέλαβα, με συνεκλόνισεν ημέρα και νύκτα. Αιτία δεν υπήρχε. Το πάθος δεν συνέβαλεν εις τίποτε. Αγαπούσα αυτόν τον γέροντα. Ποτέ δεν μου έκαμε κακόν. Ποτέ δεν με προσέβαλε. Το χρυσάφι του; Ποτέ μου δεν το εφθόνησα. Νομίζω, ότι επρόκειτο διά το μάτι του! Μάλιστα δι' αυτό!
Ήρχισαν να φωνάζωσιν εν χαρά οι ναυτικοί, περικυκλώσαντες τον γέροντα. — Κολλήγα! Κολλήγα! έλεγε και ο ποιμήν καταχαρούμενος, αλλά μη πεποιθώς ακόμη. Ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς και ανεστέναξεν επανειλημμένως.
Επλησίασε προς τον γέροντα και προς την σύζυγόν του χωρίς ουδεμίαν να εκφράση απορίαν διά την έλευσίν της. Αμφότεροι εκείνοι δεν εκινήθησαν προς προϋπάντησίν του. Τον επερίμενον να έλθη. Δεν απηύθυναν ερώτησιν προς αυτόν. Επερίμενον να ομιλήση. — Ανεπαύθη, είπεν ο ιερεύς. Ο Γεροθανάσης και η παππαδιά έκαμαν εν σιωπή τον σταυρόν των. — Αύριον το πρωί θα έλθωμεν να τον θάψωμεν, εξηκολούθησεν.
Ατρείδη, παύσε την οργήν· κ' εγώ τον Αχιλλέα, Οπού 'ναι εις τους Αχαιούς προπύργιον μεγάλον Της μάχης, τον παρακαλώ να παύση την οργήν του. Τον αποκρίθ' ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων, κ' είπε. Ναίσκε, τούτ 'όλα, γέροντα, τα είπες κατά λόγον. Αλλά αυτός ο άνθρωπος θέλ' να 'ν' απάν' απ' όλους. Θέλ' όλους να εξουσιάζ', όλους να βασιλεύη, Να προστάζ' όλους· πλην αυτά κανείς, θαρρώ, δεν στρέγει.
Διότι ο γέρων δεν ημπορούσε πλέον να συχνάζη, κατά την έξιν του, εις την Εκκλησίαν, μόνον κατά, τας επισήμους ημέρας εκκλησιαζόμενος. Αυτό λοιπόν πολύ εκολάκευε τον γέροντα και συνετέλει εις το να αυξάνη την προς αυτήν συμπάθειάν του.
Έκτοτε δε δεν έπαυσε να επισκέπτεται τον πενθερόν της, όστις πολύ την εσυμπονούσε, με όλας τας κατηγορίας της Μαθήνας, διότι έβλεπεν ότι ήτο απλή και καλοπροαίρετος, με μίαν ακακίαν μικρού παιδίου στολισμένη. Ευλαβής δε προς τα θεία και γραμματισμένη, πολύ εβοηθούσε τον γέροντα εις τας προσευχάς του, αυτή αναγινώσκουσα τους ψαλμούς και τους ύμνους.
Η ανάμνησις του «μεγάλου σκοτιδιού» εφάνη ως να ηλέκτρισε τον Καπετάνιον. — Εγώ το θυμούμαι το μεγάλο σκοτίδι, είπε. Θάμουνε οκτώ χρονώ. Όλοι εστράφησαν με προσοχήν και περιέργειαν μεγάλην προς τον γέροντα, ο δε Σμυρνιός διέκοψε και αυτός την εργασίαν του διά ν' ακούση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν