United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε ένας έλεγε· τι άνθρωπος τάχα να είμαι, που δεν έβλεπαν εις εμέ καμμίαν μεταβολήν, οι γεροντότεροι με έδειχναν με το δάκτυλον των παιδιών τους λέγοντας· βλέπετε εκείνον τον καλόν άνθρωπον; μη στοχασθήτε πως τον είδαμεν ποτέ νέον, μα πάντα έτσι γέροντα και στεγνόν, και έχομεν παράδοσιν από τους προπαππούδες μας, πως πάντα έτσι τον είδον και αυτοί· όλος ο κοινός λαός με έκραζαν γέροντα αθάνατον και οι γραμματισμένοι Νέστορα Ινδιάνον και άλλοι με άλλα επίθετα.

Διαμάντη, τι με θέλεις; Πώς άφησες το σκοτωμό και πώς με την Αστέρω Μου πέρνεις τα πατήματα;... — Θανάση;.. Με γνωρίζεις.. Δεν παρακάλεσα ποτέ... Κ' εμπρός σου... γονατίζω. — Πες μου, τι θέλεις;... γρήγορα.. — Αυτό το έρμο χώμα Αν ήν' αλήθεια παγαπάς, Θανάση... γλύτωσέ το... — Σου φαίνεται να δείλιασα; — Φύγε, Θανάση, φύγε. — Μη φαρμακεύης, γέροντα, το ψυχομάχημά μου.

Έστειλα ευθύς και την έκραξα· επάσχισα με κάθε τρόπον, και με κάθε τάξιμον διά να την καταπείσω να αφήση τον γέροντα, μα όλα μου εστάθηκαν ανωφελή· επειδή και η σταθερότης της Αροούγιας ήτον πολύ μεγάλη.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 225 «Αυτό 'που λέγεις, γέροντα, να γίνη δεν πιστεύω• μεγάλο το 'χω, θαυμαστό• ποτέ μου δεν ελπίζω το πράγμα να κατορθωθή, και αν οι θεοί θελήσουν».

Μετά την διήγησιν ταύτην ο Αθανάσιος είπε προς τον γέρονταΆλλοτε, νομίζω, μας είπετε ότι δίδοντες ελεημοσύνην ενθαρρύνομεν την αργίαν και την οκνηρίαν. Ο δε Γεροστάθης απήντησενΟσάκις τις καταφεύγη εις την ζητείαν ως εκ της αργίας και οκνηρίας του, βεβαίως είναι ανάξιος ελεημοσύνης.

Η Κατηγέ επάνω εις αυτόν τον λόγον, ερχόμενον εις την ενθύμησίν της το όνειρον που είδεν εστοχάζονταν τον γέροντα με θαυμασμόν, και αγροικούσεν έσωθέν της, ότι η διήγησίς του άρχινούσε να την υποχρεώνη και να την κάνη να στέκεται με περισσότερη προσοχή να τον ακούη.

Εκείνη επάλαιψε με τον κόσμο, ανάθρεψε γαρυφαλίτσα πρόσχαρη τη Λενιώ. Δεν έλεγεν όμως ποτέ να της δώση άντρα γέροντα. Ούτε καν εδιάβαινε στον νου της τέτοιο κακό.

Ενθυμούμαι μόνον τας πορτοκαλέας ανθισμένας, και ευώδη τον αέρα, και τα κελαδήματα των πτηνών, και το τρίξιμον του μαγγανοπηγάδου, και τον γέροντα κηπουρόν καθαρίζοντα των δένδρων τας ρίζας, και την θέαν του Κάμπου και της θαλάσσης από του εξώστου του πύργου μας. Ταύτα μόνον ενθυμούμαι.

Ωμοίαζε προς τον γέροντα εκείνον βασιλέα του μύθου, ο οποίος αφού είδε τον ένα μετά τον άλλον πολλούς υιούς του πορευομένους εις συνάντησιν του δράκου, του λυμαινομένου την χώραν του και μη επιστρέφοντας, ηναγκάζετο να ίδη και τον τελευταίον, τον μικρότερον κ' ευμορφότερον, αναχωρούντα διά τον άφευκτον όλεθρον.

Καθ' όσον εν τη μονή ταύτη είχε χειροτονηθή ο Διάκος. Και τρις ανάθεμά τηνε την ώρα που οι συντρόφοι Σου εδείξανε την πλάτη του.. σ. 94. Ότε απεφάσισα μετ' ακριβείας να μάθω τα περί της οιωνοσκοπείας ταύτης θρυλλούμενα, επορεύθην πρός τινα υπερεκατοντούτην βλαχοποιμένα, και εύρων αυτόν εν ώρα χειμώνος θερμαινόμενον υπό τον ήλιον και επιτηρούντα μακρόθεν το ποίμνιον, — Καλώς τα κάνεις, γέροντα.