Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Μετ' ολίγον ο Κλεόδημος έσκυψε προς τον Ίωνα και του είπε• Βλέπεις τον γέρονταενόει τον Ζηνόθεμιν, διότι ήκουα τα λεγόμεναμε τι λαιμαργίαν τρώγει κι' εκαταλέρωσε το φόρεμά του με ζουμιά. Δεν αρκείται δε μόνον να τρώγη, αλλά δίδει και εις τον υπηρέτην του που στέκει πίσω και νομίζει ότι δεν τον βλέπουν• λησμονεί ότι είνε και άλλοι δίπλα του. Δείξε τον και εις τον Λυκίνον διά να είνε μάρτυς.

Αλλ' αφού επί τινα καιρόν διέθρεψεν ο υιός τον γέροντα πατέρα του, δυσαρεστηθείς ημέραν τινά του χειμώνος κατ' αυτού, τω λέγει ότι πρέπει ν' αναχωρήση εκ της οικίας του, διότι δεν δύναται πλέον να τον διατηρή. — Και πώς θέλω ζήσει; ερωτά αυτόν ο δυστυχής γέρων. — Ζητών ελεημοσύνην, τω απαντά ο σκληροκάρδιος υιός.

Ο κόσμος ήτο εις κίνησιν, αι οδοί πλήρεις ανθρώπων, μεταξύ δ' αυτών άνδρες ένοπλοι, οίτινες εφαίνοντο ξένοι• εις τας θύρας των οικιών γυναίκες και παιδία έβλεπον και ωμίλουν ήτο ως εν ημέρα εορτής, και ήσαν τω όντι εορτάσιμοι ημέραι εκείναι. Αλλ' η επί των προσώπων ανησυχία εμαρτύρει ότι το χωρίον δεν εώρταζεν. Ο πατήρ μου επλησίασε γέροντα χωρικόν ιστάμενον παρά την ανοικτήν θύραν του.

Ο καταλύσας λοιπόν την τυραννίαν είμαι εγώ και το ξίφος μου, το οποίον τα πάντα εξετέλεσεν, ήλλαξα δε την τάξιν των φόνων και ενεωτέρισα εις τον τρόπον της θανατώσεως των αχρείων, καθότι τον μεν δυνατώτερον και δυνάμενον ν' αμυνθή εφόνευσα εγώ, τον γέροντα δε μόνον διά της παραχωρήσεως του ξίφους.

Έτρεξα εις το παράθυρον του γειτονικού δωματίου και είδα τω όντι να διαβαίνη τον γέροντα Κουέρτζην, αλλά στηριζόμενον εις τον βραχίονα του νέου Καρόλου Βιτούρη. Διατί λοιπόν να μου αναφέρη μόνον τον Κουέρτζην, ενώ πιθανώτατον ήτο ότι έλαχεν εις τον σύντροφόν του η λεόντειος μερίς του χαιρετισμού;

Θα ήκουσεν, είπεν ο Έρμων, ότι ο Αρισταίνετος είχεν ετοιμάση διά το δείπνον αγριόχοιρον και ενόμισεν ότι δεν ήτο άκαιρον ν' αναφέρη τον Καλυδώνιον. Σπεύσε, σε παρακαλώ, Αρισταίνετε, και στείλε ένα κομμάτι το καλλίτερον εις αυτόν τον γέροντα διά να μη αποθάνη της πείνης, όπως ο Μελέαγρος. Αλλ' έπρεπε να μη σκοτίζεται δι' αυτά, αφού ο Χρύσιππος τα θεωρεί αδιάφορα.

Έχασα τον άνδρα μου, έχασα το παιδί μου, αχ! το καλό μου παιδάκι, θα ήταν σήμερα γαμπρός φοβερός. Εχάσαμε το βιο μας. Δεν θα φωτίση ο Θεός κανένα καλόνε άνθρωπο, να πανδρεύσω το μεγάλο το κορίτσι μου; Μεγάλο καϋμό το έχω, γέροντά μου. Μου έρχεται 'σάν ντροπή. Τουλάχιστον το μεγάλο μου κορίτσι! Και ελησμονείτο η γραία χάσκουσα εις την έκθαμβον λάμψιν των μεγάλων του γέροντος οφθαλμών.

Όταν επλησίασα εκεί, είδον μίαν θαυμασίαν οικοδομήν, κατασκευασμένην με την πλέον επιτηδείαν αρχιτεκτονικήν και θεωρώντας έξωθεν, ιδού βλέπω και έρχονται νέοι με ένα σεβάσμιον γέροντα οι οποίοι με εχαιρέτησαν και με ωδήγησαν μέσα εις το παλάτι τους.

Γέροντα, τ' είναι πώπαθες!.. Ανάθεμα την ώρα Που ο Γούμενος τ' Άη Γιαννιού από την Αρτοτίνα Το λαμπριάτικο τ' αρνί, θυμήθηκε να στείλη. Και τρις ανάθεμά τηνε την ώρα που οι συντρόφοι Σου εδείξανε την πλάτη του!.. Πες μας τι γράφ' η μοίρα; Εστρώθηκαν ’ς τη χλωρωσά τριγύρω ’ς το Διαμάντη Ο Λάμπρος κ' οι συντρόφοι του.

Μοναχοκόρη κι αρχοντοπούλα μικρορφανεμένη από μητέρα, το καμάρι κ' η χαρά του γέροντά της, άκακη κι απονήρευτη σαν τ' ανοιξάτικο πουλάκι, αγνή σαν χριστογεννιάτικο χιόνι, είχε γνωρίση τον κόσμο που ξαπλόνουνταν άγνωστος και με μυθική ομορφιά πέρα απ' τα βουνά του χωριού της, μονάχα απ' τα βιβλία που διάβαζε στην ερημιά της.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν