Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Οι Θράκες δούλοι ήρπασαν τον γέροντα, τον εξήπλωσαν επί οκρίβαντος, τον έδεσαν με τα σχοινία και ήρχισαν με τας λαβίδας των να τσιμπούν τα κατεσκληκότα προκνήμια. Αλλ' εκείνος, ενώ τον έδενον, ησπάζετο ταπεινώς τας χείρας των, έπειτα έκλεισε τους οφθαλμούς και έμεινεν ακίνητος, ως νεκρός. Έζη ακόμη, και, όταν ο Τιγγελίνος έκυψε προς αυτόν και πάλιν, και τον ηρώτησε: — Θα αναιρέσης;
Ύστερα από ταύτην την ομιλίαν επλάγιασαν να κοιμηθούν, μον' ο Λογιότατος επεδεύτηκε πολλήν ώραν με τους συλλογισμούς του, και μελετόντας τα λόγια του Γέροντα, έως οπού να ημπορέση ν' αποκοιμηθή τέλος πάντων.
Σωκράτης Και η αρετή διαφέρει καθόλου κατ' ουσίαν, εάν είναι είτε εις το παιδί είτε εις τον γέροντα είτε εις την γυναίκα είτε εις τον άνδρα; Μένων Εις εμέ, Σωκράτη, φαίνεται, ότι αυτή δεν ομοιάζει τ' άλλα που ανέφερες. Σωκράτης Μα πώς; δεν έλεγες αρετήν του ανδρός το να καλοδιοική την πόλιν και της γυναικός το σπίτι; Μένων Βέβαια.
ΚΟΡΝ. Τι συμφωνίας έχεις με τον εχθρόν, που έφθασε εις τα παράλιά μας; ΡΕΓ. Εις τίνος χέρια έστειλες τον γέροντα; — Ομίλει! ΓΛΟΣΤ. Έλαβα γράμματα εδώ, αυτό είν' η αλήθεια αλλά δεν μ' ενοχοποιούν, κι' από εχθρόν δεν ήλθαν, έρχοντ' από ουδέτερον. ΚΟΡΝ. Ω πονηρέ! ΡΕΓ. Ω ψεύτη! ΚΟΡΝ. Και πού τον έστειλες τον Ληρ; ΓΛΟΣΤ. 'Σ το Δούβρον. ΡΕΓ. Α! 'ς το Δούβρον!
Παραλλήλως προς τας μεγάλας αυτάς της Εκκλησίας μορφάς βλέπομεν τον Πλούταρχον, τον σοβαρόν εκ Χαιρωνείας φιλόσοφον με τας μεγάλας ηθικάς αρχάς, θύοντα, γέροντα πλέον, εις τον Έρωτα επί του Ελικώνος, όπως διηγείται ο ίδιος, και άγοντα χορούς περί τον βωμόν του Απόλλωνος, του οποίου ήτον ιερεύς.
Εις αυτήν θα ήρμοζε μάλλον παρά εις τον γέροντα της Πύλου εκείνο το οποίον είπεν ο Όμηρος. Η φωνή της είνε γλυκυτέρα του μέλιτος.
Τότες τ' απάντησε ο γερός παλικαράς Διομήδης 145 «Ναι, γέροντα, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια, μα η λύπη αφτή η βαριόκαρδη μου διαπερνάει τα σπλάχνα· μια μέρα ο Έχτορας θα πει μιλώντας μες στους Τρώες 'Κυνήγι το Διομήδη εγώ τον πήγα ως τα καράβια. Έτσι ίσως παινεφτεί... μα η γης ας με ρουφήξει τότες!» 150
Ο γέρων βλέποντάς τον αναστεναγμόν που έκαμα, και τα λόγια που του είπα, δεν ηθέλησε να με ξαναρωτήση άλλο· αλλά εβγάζοντας από την σακκούλαν του έξ φλωρία μου τα έβαλεν εις χέρι και ανεχώρησεν. Έμεινα εκστατικός διά την γενναιότητά του και δεν ημπορούσα τι να στοχασθώ δι' αυτόν τον γέροντα.
Αν σ' ερωτήση πού είμαι, ειπέ ότι είμαι άρρωστος και επλάγιασα. — Και με την ζωήν μου αν έχω να το πληρώσω, όπως μ' εφοβέρισαν, θα τον βοηθήσω τον γέροντα κύριόν μου, τον βασιλέα μου! Έχουν να γίνουν παράδοξα πράγματα, Εδμόνδε, πρόσεχε, σε παρακαλώ! ΕΔΜ. Αυτήν σου την ευγένειαν ο δούκας θα την μάθη αμέσως τώρα.
Τρίδιπλα τώρα πλέρωσα και σώθηκα, κι' αφτή είναι 80 η μέρα μου η δωδέκατη που γύρισα στην Τροία πολλά παθόντας· όμως νά, στα χέρια σου με ρήχνει μοίρα άστοργη ξανά ... Αχ θα πει με καταράστη ο Δίας που τώρα πάλι μ' έπιασες. Λιγόχρονο η Λαθόα η μάννα μου αχ με γέννησε, του γέροντα Άλτη η κόρη, 85 τ' Άλτη π' ορίζει τους γερούς Λελέγους κι' έχει πύργο μες στην ολόρθια Πήδασο στο ρέμα εκεί του Σάτνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν