United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσον ο θάνατος που δεν υποφέρει κανένα να είναι εις τον κόσμον ευτυχισμένος, έρχεται αιφνιδίως και σηκώνει τον γέροντα πραγματευτήν.

Ο Βινίκιος είπε: — Θα σου δώσω ένα υπηρέτην, όστις θα φέρη μαζή του το απαιτούμενον ποσόν συ θα είπης εις τον Ευρίκιον, ότι είναι δούλος σου, και θα εγχειρίσης εις τον γέροντα τα χρήματα επί παρουσία του υπηρέτου. Εν τοσούτω, επειδή μου έφερες μίαν είδησιν αξιόλογον, θα λάβης ίσον ποσόν και διά τον εαυτόν σου. Ελθέ να ζητήσης απόψε τον υπηρέτην και τα χρήματα.

Αναπαυόμενοι αυτοί εις εκείνα τα δένδρα, βλέπουν ένα γέροντα που έβγαινεν από την χώραν, και ήρχετο εκεί διά να πάρη τον αέρα, και πλησιάζοντας εις αυτούς τους εχαιρέτησε με χαροποιόν πρόσωπον, έπειτα εκάθισε κοντά τους.

Εκεί, πρωίπρωί, εις τους μαρμαρίνους δικαστικούς διαδρόμους της Βασιλείου Στοάς, όπου συνήθως μετέβαινον οι ασεβείς και οι άθεοι, οι βλάσφημοι και οι παραβάται των ιερών της πόλεως νόμων, συναντά ο Ευθύφρων τον γέροντα φιλόσοφον, τον οποίον πολύ εσέβετο, τον ολόλευκον όχι μόνον διά την ηλικίαν του αλλά και διά την αγαθότητά του και πραότητα, τον ειρηνικώτατον και μόνον ευσεβέστατον αληθώς από τους Αθηναίους, και απομένει έκπληκτος.

Φθάνοντας και εμπαίνοντας μέσα, ηύρε ένα Γέροντα, οπού εδείπναγε με την πολυάριθμην φαμηλιά του, και οπού ό,τι τον ίδε, καλώς ώρισες ξένε, του είπε. δεν ήρθες σε μέρος, οπού να μη γνωρίζουν φιλοξενίαν και λέγοντας, τον έκαμε τόπον να καθήση συμμά του.

Η απροσεξία των χωρικών οι οποίοι επροθυμούντο θορυβούντες να κολακεύσουν την ματαιοδοξίαν του ενωμοτάρχου, έδωκεν εις τον γέροντα καιρόν να φύγη απαρατήρητος εις τον οικίσκον του. Μόλις δ' έφθασεν εκεί έρριψεν αμελώς εις μίαν γωνίαν το όπλον του και αφέθη ωχρός κ' εξηντλημένος επί μιας παρατυχούσης καλάθου.

Ο Παγγλώσσης, ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος, επιστρέφοντας στο μικρό τους χτήμα, απαντήσανε έναν αγαθό γέροντα, που δροσιζότανε στην πόρτα του κάτου από πυκνές πορτοκαλιές. Ο Παγγλώσσης, που ήτανε τόσο περίεργος, όσο και λογικευτής, τον ρώτησε, πώς λεγότανε ο μουφτής που στραγγαλίσανε. — Δεν ξέρω τίποτα, απάντησε ο αγαθός άνθρωπος και δεν έμαθα ποτές τόνομα κανενός μουφτή και κανενός βεζύρη.

Μίαν ημέραν που ευρισκόμασθε εις το κυνήγι εις ένα λόγγον εξεμάκρυνα από τους ανθρώπους μου, και έμεινα με τον Δερβύσην μοναχά. Αυτός εκεί που επερπατούσαμεν, μου εδιηγούνταν τα ταξείδια που είχε κάμει, και διά τα όσα περίεργα που εις τας πόλεις και βασίλεια είχεν ιδεί, και ανάμεσα εις τα άλλα δι' ένα γέροντα Μπαρχάν που εγνώρισεν.

Μα ενώ έμενεν έτσι αφαιρεμένος και φουρκισμένος που δεν τον εβοηθούσε η γλώσσα, είδεν άλλον ναύτη, ένα γέροντα χοντροκαμωμένον και κακοτράχαλον, πίσω καθισμένον να γελά πονηρά και κάτι να ψιθυρίζη μυστικά στον Καστελορριζίτη. Βέβαια του εθύμιζε κάποιο νέο ανέκδοτο της Σαντορίνης αυτή η φάλαινα. Μα τι θέλουν οι άλλοι και ανακατώνονται στις κουβέντες τους!

Εξημέρωσε τέλος η κυριακή, η ημέρα της δημοπρασίας, λευκή, χιονισμένη. Του ουρανού αιθριάσαντος, αι Σποράδες εφαίνοντο ως τεράστια κήτη αναδύσαντα εκ του βυθού, με παλλεύκους χλαίνας. — Ας τα πάρουν κι' άλλοι, γέροντά μου, να ιδούν την γλύκα! Επανελάμβανε τότε ο κυρ-Δημάκης, απολέσας πλέον πάσαν ελπίδα μεταβάσεως εις Σκόπελον, και αυτοπαρηγορούμενος. — Ναι! Ναι! Επεδοκίμαζεν ο ερημίτης.