Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
— Α! άρχων, είπεν ο Πετρώνιος επίτρεψόν μας ν' ακούσωμεν εγγύτερον τον ειλικρινή τούτον γέλωτα, τον γέλωτα τον τόσον σπάνιον σήμερον. — Ευχαρίστως, απήντησεν εγειρόμενος ο Πλαύτιος· είναι ο μικρός μου Άουλος και η Λίγεια παίζοντες την σφαίραν. Αλλά νομίζω, Πετρώνιε, ότι αι ημέραι σου παρέρχονται με διαρκή γέλωτα.
Κ' έβαλλεν οξύν και παραπονετικόν γέλωτα, ωσεί και αυτή να ενέπαιζε την κατάστασίν της. Εν τούτοις ο ουρανός εγένετο σκοτεινότερος, ο ορίζων πυκνότερος, η ατμόσφαιρα βαρυτάτη· ήλιος δεν εφαίνετο πουθενά.
Ο Γιαννιός έκραξε με πραείαν φωνήν: — Μη φοβήσθε κορίτσια, δεν είμαστε στοιχειά. Κ' έπειτα σεις από στοιχειά θα είσθε μαθημένες να βλέπετε 'δώ κάτω. Τα τρία κοράσια εγέλασαν οξύν αργυρόηχον γέλωτα, όπως γελούν η Νεράιδες. — Εδώ έρχεσθε και παίρνετε νερό; είπεν ο Νικολός. Δεν έχει νερό κάτω στο μύλο; — Έχει, μα δεν της αρέσει της μαννούς μας, είπεν η μία, η μεγαλυτέρα εκ των τριών.
Ο δε ιερεύς έκλεισε την συζήτησιν με χριστιανικήν μακροθυμίαν, αρχίσας να ψάλη «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε». Το τροπάριον επανέλαβαν και οι άλλοι, ενδώσας δε και ο Μανώλης εις την γενικήν παρακίνησιν το έψαλε, καθ' υπαγόρευσιν του παπά, με στρεβλώσεις τόσον κωμικάς και με τοιαύτην φωνάραν, ώστε τα επί της παστάδος κοιμώμενα παιδία εξύπνησαν έντρομα και ήρχισαν να κλαίουν, οι δε ομοτράπεζοι μετά δυσκολίας εκράτησαν τον γέλωτα.
Ηθέλησε να φωνάξη ν' αφήσουν το αντί και την σαγίττα, αλλ' ο ήχος εξέπνευσεν εις το στόμα της. — Σκάσε, μωρή! έγρυξεν ο Μούρτος. Τι λογιάζεις; Τι γλέπεις και γελάς; Ο Μούρτος, εν τη μέθη του, είχεν εκλάβει ως γέλωτα την άναρθρον εκείνην κραυγήν της αδελφής του.
— Ξεύρεις, μητέρα, παρατηρεί ο Τηλέμαχος, ότι αν πηγαίνη έτσι το πράγμα, αι εκατόν χιλιάδες θα γείνουν πολύ γρήγορα παραμύθι; — Αι, καλά! απαντά μειδιώσα η μήτηρ του. Ο άνθρωπος πρέπει να βοηθή, όταν ειμπορή και όσον ειμπορή. Μ' εκατό και με διακόσια φράγκα δεν θα μας λιγοστευτούν, παιδί μου, κ' έννοια σου. — Εμένα μου έρχεται μία ιδέα, υπολαμβάνει ο νεαρός Περδίκης διαρρηγνύμενος εις γέλωτα.
Ο παράσιτος όμως είνε απηλλαγμένος όλων τούτων• είνε τόσον ανεξίκακος ώστε δεν οργίζεται, δεν έχει δε και λόγους διά να οργίζεται• και αν τύχη ποτέ ν' αγανακτήση, δεν κάνει τίποτε κακόν και δυσάρεστον, αλλά μάλλον γέλωτα και ευχαρίστησιν προξενεί η οργή του εις εκείνους με τους οποίους ευρίσκεται.
Ροδοκόκκινη υπό την πλατείαν μπολίδα, ήτις της επροφύλαττε το πρόσωπον από τον ήλιον, εθέριζε μια σπορά εις διάστημα κατά το οποίον οι άλλοι δεν εθέριζον τέταρτον σποράς. Και εις τας επιπονωτάτας δε εργασίας διετέρει την φυσικήν της ευθυμίαν και τον γέλωτά της, όστις ενθύμιζεν εις τον Σαϊτονικολήν ένα τραγούδι της νεότητός του: Οντέ μιλής πέφτουν ανθοί κιοντέ γελάσης ρόδα.
Αλλ' ο μαθητής ουδόλως εκ τούτου επτοείτο, ούτε κατέστελλε τον γέλωτα. Ανέτεινε μόνον τας χείρας, και συλλαμβάνων ασφαλώς, μετεώρους ακόμη, τους ακινδύνους του ιερομονάχου κεραυνούς, επέστρεφεν αυτούς εις τον ρασοφόρον Δία, συντετριμμένος μεν το φαινόμενον και κάτω νεύων την κεφαλήν, αλλά σπαίρων όλος εκ του συγκρατουμένου γέλωτος.
Κ' εγώ σε ήκουα καμμιά φορά, αλλά αυτό να σε πω δεν ήτο πολλή ευχαρίστησις, διότι η μουσική που έκαμνες ήτον τρομερά παράχορδη! Σ' αρέσει; Αν σ' αρέση, κολάκευσέ με ακόμη μια φορά! Και ως εάν ήθελε να μοι δείξη πώς εκτελείται η καλή μουσική, εγέλασε τον μάλλον αργυρόηχον, τον μάλλον αρμονικόν γέλωτά της. Και ενώ ακόμη εγελούσε: — Τι κρίμα, είπε, που δεν είσαι ιατρός!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν