Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Σεπτεμβρίου 2025
Έπρεπε να διέλθουν τας μικράς λίμνας, αι οποίαι είχον σχηματισθή από τους όγκους του πάγου, οι οποίοι ως πρόχωμα τας περικλείουν· και με τοιαύτην πορείαν έφθασαν πλησίον μεγάλου βράχου, ο οποίος έκειτο ταλαντευόμενος μέσα εις τον πάγον, επάνω εις το χείλος ρωγμής· ο βράχος έχασε την ισορροπίαν του, εκυλίσθη κάτω και έκαμε την Ηχώ να αντηχήση επάνω από τας βαθείας, σπηλαιώδεις του Παγώνος φάραγγας.
Ουδείς άλλος τον επλησίαζεν. Εάν χωρικός τις διέβαινεν εκείθεν, τον προσηγόρευεν ενίοτε μακρόθεν, εναπέθετεν ίσως επί βράχου απέχοντος την ελεημοσύνην του, αλλ' ουδείς ετόλμα να τον ίδη και να τον ομιλήση εκ του πλησίον. Ο περί την καλύβην κήπος του λεπρού περιεκλείετο διά φραγής εκ σπάρτων και κομάρων και ροδοδαφνών.
Δεν πρέπει όμως να είμαι γι' αυτό λυπημένη· αυτό δεν ωφελεί τίποτα!» — Αλλ' όμως υπάρχει μόλα ταύτα ακόμη και κάποια ελπίς είπεν η γάτα του μαγειρείου. Κάτω από το μονοπάτι του βράχου αντηχούσε ο λαρυγγισμός εύθυμος και ισχυρός· εσήμαινεν εύθυμον διάθεσιν και ακμαίον θάρρος· ήτο ο Ρούντυ· ήλθε να αναζητήση τον φίλον του Φεζινάνδον.
Ο Βράγγης ταραχθείς, έκθαμβος, ιλιγγιών, ανεσηκώθη επί της στρωμνής του, και ήτο έτοιμος να εφορμήση προς βοήθειαν. Αλλ' η κοιτίς εφ' ης ευρίσκετο, εχωρίζετο από του βράχου, εφ' ου ίστατο ο άγνωστος, διά πλατείας χαράδρας, και όπως φθάση εκείσε ο Βράγγης, ώφειλε να περιγράψη ευρύν κύκλον. Ανωρθώθη και έσπευσεν, ίνα φθάση εγκαίρως, αλλ' εις μάτην.
Μα το αθάνατο νερό από τότε δεν εξαναφάνηκε. Μόνον δύο φορές τον χρόνο, στην πρώτη Ανάστασι και του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει, δώρον ακριβό από μία στάλα στη γη. Αλλά κανείς δεν την βλέπει. Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλόγηροι και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, με τα μαντήλια στο χέρι και τα μάτια κολλημένα στου βράχου το μακαριστό μαστάρι.
Την ώραν που βγαίνει ο ήλιος, καθώς θα κτυπήση την κορυφήν του σουβλερού βράχου, — τον λέγουν Μύτικα, — εκεί ακριβώς οπού πέφτει ο ίσκιος της κορυφής του Μύτικα, εκεί να σκάψουν — αχ! να μπορούσε ο γέρο-λεβέντης, οπού τάλεγε, να κάμη φτερά, να βρεθή ένα πρωί στο μέρος εκείνο· πλην τα φτερά του ήσαν κομμένα τώρα — και θα εύρουν άλλοι τα γρόσια.
Πρώτην φοράν ύστερ' από τόσα χρόνια, η γειτονιά την είδε ν' ασβεστόνη το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της, με την αυλίτσα την συμμαζευτή, με μια μυγδαλιά καταμεσής, επάνω, εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονίας, σαν ντάμπια καλοσυγυρισμένη, το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της. Αποκάτω απλόνετο το λιμανάκι του νησιού, γαλάζο, καταγάλαζο. Η βάρκαις εμπαινόβγαιναν με τα κάτασπρα πανάκια των.
Τώρα εσηκώθησαν οι κυνηγοί: τρεις μακροτάτας κλίμακας έδεσαν μαζί την μίαν με την άλλην — αύται βέβαια θα έφθανον εκεί επάνω· τας έστησαν εις το ακρότατον τελευταίον στερεόν σημείον, κοντά εις το χείλος της αβύσσου· και μόλα ταύτα δεν έφθανον εκεί επάνω και ο τοίχος του βράχου ολισθηρός σαν μάρμαρον επήγαινε ακόμη υψηλότερα, εκεί όπου η φωλεά εκρύπτετο προστατευομένη από κάτω από την προεξέχουσαν κορυφήν.
Βλέποντες τας συνεπείας και τας τιμωρίας, αίτινες δίδουν εις αυτούς την εντύπωσιν της σκληρότητος, με κατηγορούν δι' αυτάς, όπως εάν έβλεπέ τις ιερόσυλον ριπτόμενον από του βράχου , προς τιμωρίαν, δεν ελάμβανεν υπ' όψει την ασέβειάν του και δεν εσυλλογίζετο πως εισήλθε την νύκτα εις τον ναόν και έκλεψε τα αφιερώματα και ύψωσε χείρα ασεβή προς το είδωλον του Θεού, αλλά κατηγόρει υμάς δι' υπερβολικήν αγριότητα, διότι ενώ είσθε Έλληνες και λέγετε ότι είσθε θεράποντες του Θεού εδέχθητε να υποστή ανθρωπος Έλλην πλησίον του ναού—διότι, ως λέγεται, ο βράχος δεν απέχει πολύ από την πόλιν των Δελφών—τοιαύτην τιμωρίαν.
Η Λιαλιώ εξαφνίσθη. Ο νέος εστράφη να ίδη. Αυτομάτως έπαυσε να κωπηλατή και έμεινεν αναποφάσιστος. — Γρήγορα, γρήγορα, είπε με ψίθυρον τόνον το Λιαλιώ, ως να εφοβείτο μην ακουσθή ο ήχος της φωνής της· πίσω από το Ασπρόνησο, πίσω!... Ο νέος ήρχισε ταχέως να σιάρη. Ήσαν δε ακριβώς εις την σκιάν της ακτής, αποκρυπτούσης την σελήνην. Έκαμψαν μίαν προβολήν βράχου, κ' εκρύβησαν όπισθεν του νησιδίου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν