Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Σεπτεμβρίου 2025


— «Ούτε πουλί πετάμενοΗκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ' έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον διά των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο.

Όταν συνεπληρούτο πλέον η συγκομιδή του ελαίου, οσάκις δεν είχεν άλλην τινά εργασίαν εν τω χωρίω, λαμβάνων τριχίνην πήραν, ένα γάντζον και κάμακα και μάχαιραν αιχμηράν, απήρχετο εις τας βορειοδυτικάς ακτάς πεζή, εν καιρώ γαλήνης, και από της ξηράς, γιαλό-γιαλό χωρών, συνέλεγε πλήθος εξ αυτών, βοσκομένων εν τη ακρογιαλιά, με γυμνάς τας κνήμας πηδών από βράχου εις βράχον, απομακρυνόμενος, κύπτων, εγειρόμενος, ακινητών, εξαφανιζόμενος, συγχεόμενος με την ακτήν, ανακινούμενος βράχος.

Ο θείος μάτια είχε μόνον διά την αίγαγρον, η οποία με το μικρόν της εφαίνετο εις την αντικρυνήν του βράχου χαράδραν· ο Ρούντυ εκάρφωσε το 'μάτι του επάνω εις το πτηνόν και το εκατάλαβε πλέον τι ήθελε· εστάθη λοιπόν έτοιμος για να τραβήξη το όπλον.

Τοιαύτας χριστιανικάς ή μάλλον αιωνίους αληθείας εδίδασκεν ο καλός εκείνος ιερεύς του Υψίστου, τας οποίας αν είχε κηρύξει βραδύτερον, ήθελε καή ως ο Ούσιος ή ριφθή άκλαυστος και άταφος επί βράχου ως ο Καΐρης.

Γυναίκες, κατελθούσαι από της ελικοειδούς ατραπού του βράχου, και νεάνιδες και παιδία με φλυαρίαν ατελείωτον προσεπάθουν να μετακομίσωσι τους σάκκους. Ο τελωνοφύλαξ, ως ιέραξ κεκρυμμένος εις το ύψος του καθήκοντός του, ητοιμάζετο με τους γαμψούς όνυχάς του να επιπέση κατά της αθώας λείας, ότε την ορμήν του ψυχραίνει γραία τις, φωνάζουσα μετά δακρύων σχεδόν.

Όλοι τον πέρνουν από πίσω. Γαυγίζει δυνατά, και σκαρφαλώνει κατά την ακτή. Μπαίνει στην εκκλησιά και πηδάει στο βωμό. Ξαφνικά ρίχνεται από την τζαμαρία, πέφτει στα πόδια του βράχου, ξαναβρίσκει τα ίχνη στην παραλία, στέκει μια στιγμή στο θάμνο που είχε κρυφτεί ο Τριστάνος, έπειτα φεύγει για το δάσος. Όλοι συγκινούνται. «Ωραίε Βασιληά, λένε οι ιππότες, ας πάψουμε πεια να τον ακολουθούμε.

Και ο τεχνίτης εις μικρόν χώρον περιέλαβε πολλά αισθήματα, όπως την αιδημοσύνην και τον φόβον της παρθένου, ήτις εκ του ύψους του βράχου παρατηρεί την μάχην, και την ερωτικήν τόλμην του νέου και την φοβεράν όψιν του θηρίου.

Η χιών είχε συνενώσει όλα αυτά εις μίαν επιφάνειαν· και ότε ο Μπάρμπα-Σταύρος εγένετο άφαντος, είχε πατήσει επί της χιονώδους επιφανείας της συνενούσης την άκραν του βράχου μετά της κατωφερείας, χωρίς να επακκουμβά αύτη επί του στερεού εδάφους της γης· εξείχε δηλαδή από της άκρας του βράχου η χιών κλίνουσα ως κλίνει εν ταις στέγαις των οικιών, αστήρικτος.

Η Μπέλλα η αδελφή του και το καράβι ήσαν τα μόνα του ιδανικά, η μόνη του χαρά, ο κόσμος όλος! Και η αδελφή του όμως δεν τον αγαπούσε ολιγώτερον και σήμερον ενθυμούνται την μικράν Μπέλλαν, όταν ο αδελφός έλειπε στα ξένα, να καταβαίνη εις το παράλιον με καμμιάν φιληνάδα της και εις την άμμον επάνω, ή επί βράχου, να τραγουδή, όταν έβλεπε καράβι να διαβαίνη.

Σιώπα, μη βλαστημάς· λάσκα, λάσκα. Ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας, ανοιγοκλείων τα όμματα, κρατούμενος σφιγκτά από το σχοινίον. Δεν εφαίνετο να εδειλίασε. — Κύτταξέ τονε, πώς κατεβαίνει, είπεν ο Ντάνας· σα νύφη καμαρωμένη. Τέλος ο Στάθης επάτησεν επί της εσοχής του βράχου. Εκάθησε καλώς, συνεμαζεύθη, με τα δύο σκέλη περιβάδην, επί της Ψαρής, ήτις εβέλασεν άμα τον είδεν.

Λέξη Της Ημέρας

γραμματοδιδάσκαλοι

Άλλοι Ψάχνουν