Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Στ' όνομα της Ιζόλδης, ο Τριστάνος αναστέναξε, και σκέφτηκε πώς ούτε με πονηρία, ούτε με αντρεία δε θα μπορούσε να ξαναϊδή τη φίλη του. Γιατί ο Βασιληάς Μάρκος θα τον εσκότωνε.
Αλλά ο Βασιληάς Μάρκος δεν ερχότανε πεια, και ο Τριστάνος θρηνούσε: — Βέβαια, ωραίε θείε, τώρα το σώμα μου βγάζει τη βρώμα κάποιου φαρμακιού πειο αποκρουστικού ακόμη, και η αγάπη σου δεν μπορεί πεια να υπερνικήση τη φρίκη.
Όταν γύρισε ο Τριστάνος, ο Μάρκος και όλοι του οι βαρώνοι είχαν μεγάλο πένθος. Γιατί ο Βασιληάς της Ιρλανδίας αρμάτωσε μεγάλο στόλο για να λεηλατήση την Κορνουάλλη, αν ο Μάρκος εξακολουθούσε ν' αρνιέται, όπως τώκανε δω και δέκα πέντε χρόνια, να πληρώση ένα φόρο που έδιναν τον παληό καιρό οι πρόγονοί του.
— Δεν ξεύρεις, αχρείε, τον διέκοψεν ο βασιληάς κίτρινος από την οργή, πως τα κτήματα του βασιλείου μου, τα δικά μου και του λαού μου, είνε όλα ελαιώνες, και έρχεσαι να μας ξεπέσης τη τιμή του λαδιού! Γκρεμίσου να μη σε βλέπω, και αν αύριο ευρεθής ακόμη εις τα κράτη μου θα σ' αλείψω με λάδι και θα σε κάψω ζωντανό.
«Τριστάνε, λέγει ο Βασιληάς, τώρα πεια καμμιά διάψευσι δεν περνάει. Αύριο θα πεθάνετε». Του φωνάζει: «Μεγαλειότατε, χάρι ζητώ. Για τόνομα και για τα πάθη του Χριστού, Μεγαλειότατε, έλεος για μας! — Μεγαλειότατε, εκδίκησι! φωνάζουν οι προδότες. — Ωραίε θείε, δε σας ικετεύω για τον εαυτό μου.
Είπε τ' όνομά του κι' ο Τριστάνος του είπε: «Είμαι ο Τριστάνος, Βασιληάς του Λοοννουά, κι' ο Μάρκος ο Βασιλιάς της Κορνουάλλης είναι θείος μου. Έμαθα, άρχοντα, ότι οι υποτελείς σου σού έκαμαν άδικο πόλεμο κι' ήρθα να σου προσφέρω της υπηρεσίες μου. — Αλλοίμονο! άρχοντα Τριστάνε, πηγαίνετε το δρόμο σας κι' ο Θεός να σας ανταμείψη. Πώς να σας δεχτούμε εδώ μέσα; Δεν έχουμε πεια τροφές.
Ποτέ του να μη φθάση μέσ' στην πόλι, και μ' όλα του τα νηάτα να πεθάνη! γιατί στην πόλι αν έμβη ένας ξένος μεγάλη στενοχώρια θα μας κάνη. Καλήτερα ο Ερεχθεύς να μείνη, που πρώτος βασιληάς μας είχε γίνη. * Το χωρίον τούτο είνε ελλιπές.
Το ανάχωμα αυτό απότομα ψηλώνει δεξιά απόνα πυκνό αλσύλλιο, αδιαπέραστο απ' το φως οποιουδήποτε άστρου, που μπροστά στην είσοδό του κάθεται ο κεραυνόπληκτος Θεσσαλός βασιληάς, βαστώντας ανάμεσα στα γόνατά του το φιλντισένιο κείνο κορμί, που μια στιγμή πρωτήτερα παραμέριζε τα πυκνά κλαριά με το ίσιο του μέτωπο και πατούσε πάνω στις τσουκνίδες και τα λούλουδα με πόδι που το είχε αγκυλώσει η ζήλεια και τώρα δίχως τρόπο να του δοθή βοήθεια βαρύ είναι κι ολότελ' ακίνητο, εκτός όταν ο ζέφυρος ανεμίζη τα πυκνά μαλλιά του.
Θα μπορούσε να μας πάη σε μέρος όπου ο γυρισμός δεν θάταν εύκολος». Τον αφήνουν και γυρίζουν πίσω. Το δάσος αντιλαλούσε από τα γαυγητά του Χουσδάν, κι' από μακρυά ο Τριστάνος, η Βασίλισσα κι' ο Γκορνεβάλης τον ακούνε· «ο Χουσδάν!» Τρομάζουν: δίχως άλλο ο βασιληάς τους κυνηγάει, σαν άγρια θερία, με λαγωνικά. Βυθίζονται σε κάτι πυκνά φυλλώματα.
Και 'ςτής Μαριώς παν' το χωριό και δείχνουνε 'ςταίς κόραις Αράδα-αράδα την ποδιά, και την γνωρίζουν όλαις. Μέσα ςταίς άλλαις έρχεται και της Μαριώς η αράδα, Και κοκκινίζει από χαρά και παίρνει και την ζώνει. Τήνε γνωρίζουνε με μιας του βασιληά οι ανθρώποι, Και τήνε παίρνουνε μαζή, την φέρνουν 'ςτό παλάτι Παίρνουν αυτοί το τάμα τους, και ο βασιληάς την κόρη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν