Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Είναι πράγμα κοινότατον να έχωμεν τα αυτιά μας κουρασμένα ή μάλλον την μνήμην από ένα είδος βόμβου, ως αντήχησιν ενός αθλίου άσματος, ή κομματιού όπερας με χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Και η νευρική ταραχή δεν είναι μικροτέρα όταν το τραγούδι έχει μίαν ιδικήν του αξίαν, ή εάν το ύφος της όπερας έχη κάποιαν αξίαν.
Βέβαια, αφού το θέλεις, αυτό πρέπει να γίνη. Σωκράτης. Λοιπόν, φίλε Θεαίτητε, τόσον μόνον πρόσεξε ως προς εκείνα τα οποία είπαμεν. Δηλαδή απήντησες ότι η αίσθησις είναι επιστήμη. Δεν είναι έτσι; Θεαίτητος. Μάλιστα. Σωκράτης. Εάν λοιπόν σε ερωτήση κανείς: Με τι βλέπει τα λευκά ο άνθρωπος και με τι ακούει τους οξείς και βαρείς ήχους; Νομίζω ότι θα έλεγες με τα μάτια του και με τα αυτιά του.
Μες τα βάθη της ψυχής μου στρέφεις τα μάτια μου, και αυτού μαυράδια βλέπω 'πού δεν ξεβάφουν. ΑΜΛΕΤΟΣ Α! να ζης 'ς τον σαπημένον ίδρον μιας κλίνης λιγδερής, 'πού την ζεσταίνει αχνός σιχαμερός, γλυκά λόγια να λέγης, τον έρωτα να κάμνης μες τ' αχούρι, — ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Φθάνει· μη μου ομιλήσης, παύσε· ωσάν μαχαίρια μπαίνουν τα λόγια σου 'ς τ' αυτιά μου· παύσε, αγαπημένε Αμλέτε, παύσε.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Δεν δέχεται προστάγματα. Έρχεται άλλος τώρα ακόμη πλέον ισχυρός. Δευτέρα οπτασία. ΤΟ Β' ΦΑΣΜΑ Ω Μάκβεθ! Μάκβεθ! Μάκβεθ! ΜΑΚΒΕΘ Αν είχα και αυτιά τριπλά θα σ' ήκουα και πάλιν! ΤΟ Β' ΦΑΣΜΑ Έχε και δίψαν αίματος κι' απόφασιν και τόλμην, και μη ποτέ σου φοβηθής την δύναμιν ανθρώπου, διότι γέννα γυναικός ποτέ δεν θα σε βλάψη! ΜΑΚΒΕΘ Τότε λοιπόν ζήσε, Μακδώφ!
Μ' ευτυχίαις όλων μάγευε τ' αυτιά ... μη, καϋμένε, ήσαι τόσο σιχαμένος! φθάνει κι' η μουρμούρα κι' η τσαναμπετιά, πέρασε μια ώρα ευχαριστημένος. Πότε τέλος πάντων θε να ξεθυμάνης; πότε πια τη γρίνια θα την βαρεθής; την ψυχρή σου γλώσσα πότε θα ζεστάνης;... Φα την επί τέλους, πριν να φαγωθής.
Προκειμένου δε και μεταξύ τούτων να εκλέξωμεν, ηθέλομεν προτιμήσει αδιστάκτως τας στροφάς, δι' ων περιγράφεται ο ίππος του Αλή, αποτελούσας το στιλπνότερον ίσως της βαλαωριτείου ποιήσεως κομβολόγιον μαργαριτών: Ακούει τον πόλεμο και χλημητάει, Τ' αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει· Ολόρθ' η χήτη του, ολόρθ' η ορά, Λιγάει το σώμα του σαν την οχειά κτλ.
Είχε μια σειρά κοραλλιών γύρω από τον μακρύ, κιτρινωπό και ρυτιδιασμένο λαιμό της. Δυο χρυσά σκουλαρίκια κρέμονταν στ’ αυτιά της σαν λαμπερές σταγόνες που δεν έλεγαν να πέσουν. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει, γερνώντας, να βγάλει από πάνω της τα κοσμήματα αυτά της νιότης της. «Η Παναγιά μαζί σου θεια-Ποτόι. Πώς τα περνάτε; Το αγόρι έμεινε εκεί πάνω, αλλά απόψε θα γυρίσει.»
Και τα μηνύματά μας από την Αγγλίαν έρχονται αργά· και πλέον αίσθησιν δεν έχουν τ' αυτιά, 'πού έμελλαν από μας ν' ακούσουν ότι κατά την προσταγήν του σκοτωμένοι έπεσαν ο Ροζενκράς και ο Γυιλδενστέρνης· τώρα ποίος θα μας ευχαριστήση;
Τόσο ήτον αδύνατη μέσ' τη μέση της μανισμένης χλαλοής του τρικυμού και 'ςτήν ταραχή των κατεβασμένων λαγκαδιών. Το καϋμένο το ζώο μου, ολόγυμνο, με κρεμασμένο το σαμάρι από τη ζερβιά του μεριά, τώπνιγε η βροχή. Εγιάλιζε μουσκεμμένη η τρίχα του κ' έσταζε το νερό από τ' αυτιά τα κατεβασμένα, από τα ρουθούνια τα χαρβαλωμένα, από την κοντή χύτη, από την μακριάν ουρά, από την κοιλιά, απ' ολούθε.
Ο κίνδυνος της θάλασσας δεν έχει γλώσσα φοβερώτερη από αυτή. Την ακούς μία στιγμή και την θυμάσαι ως που να πεθάνης. Τι σου λέγει καλά — καλά δεν προφτάνεις να καταλάβης, τ' αυτιά σου δεν προκάνουν ν' ακούσουν τον ήχο και τον ρουφάει αμέσως ανατριχιασμένη η ψυχή και τον αισθάνεται, μαχαίρι δίκοπο και κατάκρυο, όλη σου η ύπαρξις. Άκουσες αυτόν τον ήχο; δέκα χρόνια από τη ζωή σου έχασες!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν