Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
— Α! Δημητράκη, . . λέγει, μόλις κατορθούσα να αρθρώση τας λέξεις, σε βεβαιόνω . . . μεγάλο ήτον το χατήρι σου απόψε . . . να υποφέρω όλον αυτόν τον κόπον, διά να 'πάγω να πιω το τσάι του Σουσαμάκη σου! — Έννοια σου, Φρόσω μου, απαντά ο Παρδαλός πονηρώς, έννοια σου, και δεν θα πιης μόνον τσάι απόψε εις του Σουσαμάκη.
Ο καπετάν-Φώκας, μέγας, υψηλός, τυλιγμένος μέσα εις την βαρείαν γούναν του, μ' ασκεπή την κεφαλήν, χιονισμένος, κατήλθε πάλιν ηρέμα εις την πρύμνην του, χωρίς ν' αρθρώση λέξιν, αμίλητος ως φάντασμα. Ο ναύκληρος είτα μετ' ολίγον επανήλθε πάλιν εις των ναυτών την αίθουσαν, κ' εξηκολούθησε την συνέχειαν των φαιδρών εκείνων αναμνήσεών του. Τότε ήρχισαν όλοι οι ναύται κατά σειράν να διηγώνται.
— Τι έπαθες, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ αποστάσεως: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν της. — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως εν πυρετώ.
Ευθύς δε μετ' ολίγον εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το δωμάτιόν μου ο στενός μου φίλος Δημήτριος Κ . ., ωχρός, τεταραγμένος, και πριν ή προφθάσω να τον ερωτήσω τον λόγον της τόσον πρωινής του επισκέψεως· — Δεν ηξεύρεις; . . . μου είπε, μόλις κατορθών να αρθρώση τας λέξεις του. Ο Σοφής ηυτοκτόνησε! — Ο Σοφής; ποιος Σοφής; ηρώτησα εγειρόμενος εν ταραχή. — Ο Αλέξανδρος. — Πώς; πότε; διατί;
Άμα είδε το απίστευτον θέαμα, η πτωχή γυνή, έτρεξε με τρεμούσας κνήμας, με την γλώσσαν κρεμαμένην έξω, λευκή ως σινδών, έτρεξεν επάνω εις την οικίαν, κ' έπεσεν αμέσως εις την στρωμνήν πυρέσσουσα. «Της ήρθε άτυχα». Είχε χτυπηθή. Και δεν της επήρε μεν η Καντίνα τη μιλιά της, διότι με την γλώσσαν παραλυθείσαν δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση κραυγήν, αλλ' έμεινε τραυλή διά βίου.
Με τας οφρύς του, τας ηνωμένας ως τόξον, με τους οφθαλμούς του τους λαμπυρίζοντας και την ηλιοκαή επιδερμίδα εσυμβόλιζε την νεότητα και την ρώμην. Εφάνη τόσον ωραίος εις την Λίγειαν, ώστε αύτη μόλις ηδυνήθη να αρθρώση: — Χαίρε, ω Μάρκε . . . Εκείνος είπεν: — Ευτυχείς οι οφθαλμοί μου οίτινες σε θεωρούν! ευτυχή τα ώτα μου, τα οποία ακούουν την φωνήν σου, την γλυκυτέραν κιθάρας και αυλού.
— Μα, γέρω μου. . . ηθέλησε ν' αρθρώση. — Τι γέρω μου, μπρε!. . θα ρίξης σου λέω!. . Ο Χειμάρρας ενόει να λάβη ικανοποίησιν η κολοβωθείσα υπόληψις του όπλου του. Ήθελε να γίνη η σύγκρισις, να μάθη ο λοχίας να μη καταφρονή τα όπλα με τα οποία ελευθερώθη η πατρίς του. Ή — αν ήτο γραμμένον και τούτο — να διαψευσθούν πλέον όλαι του αι ελπίδες!. . Και ο ενωμοτάρχης εκών άκων υπέκυψεν.
Θα τους ακολουθώ παντού, θα γείνω ίσκιος τους, θα μάθω τι θέλει &αυτός&. Και όταν το μάθω, τότε θα της το είπω. Αφού διενοήθη ταύτα, εξήλθεν εκ του κήπου. Εν τούτοις η Αϊμά παρετήρησε τα τελευταία κινήματα του Μάχτου, και εστράφη προς αυτόν. Υπώπτευσεν ότι συνέβη τι. — Τι είνε, Μάχτο; έκραξε. Ο Μάχτος δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν. — Τι θέλεις; επανέλαβεν η νέα.
Ευχαριστώ, κυρία! κατώρθωσε μόλις να αρθρώση εκ συγκινήσεως και ηδονής η μικρά Μαρία, και εξήλθε δι' ασταθούς αλλά γοργού βήματος της αιθούσης. Ιδού εγώ και πάλιν μεταλλάξασα κάτοχον.
Δι' ενός βλέμματος είδε την ταραχήν και τον πόνον της Αϊμάς, είδε το δέμα όπερ έφερε περί το μέτωπον και έπεσε παρ' αυτήν έξαλλος. — Τι έχεις, Αϊμά; είπεν. Η νεάνις δεν ηδυνήθη να αρθρώση λέξιν, είδε μόνον τον Μάχτον και εφάνη ως να μη τον εγνώριζε. — Τι έπαθες, Αϊμά: επανέλαβεν ο νέος. Ο υπερασπιστής της Αϊμάς έσπευσε ν' απαντήση αντ' αυτής. Της έσπασε το κεφάλι μία πέτρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν