Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Τον καιρόν που αυτός την εύρισκε πολλά της αρεσκείας του και αποφάσισε διά να την αγοράση να που μία άλλη νέα, της οποίας τα ξανθά μαλλιά εκυματούσαν επάνω εις τες πλάτες της, και μάλιστα ήτον πλέον ωραία από την πρώτην, η οποία ήρχονταν προς αυτόν.

Αφού λοιπόν και δεύτερη φορά γελάστηκε ο Δόρκωνας στην ελπίδα του και του κάκου έχασε τα καλά τυριά, αποφάσισε ν' αρπάξη τη Χλόη, όταν βρεθή μονάχη της. Και σαν παραφύλαξε κ' είδε, ότι τη μια μέρα πήγαινε τα κοπάδια στο πότισμα ο Δάφνης και την άλλη η κορασιά, σοφίζεται πονηριά, που ταίριαζε σε βοσκό.

Ο Αγαθούλης τάχε χάσει και δεν καταλάβαινε καθόλου πως ήτανε ήρωας. Ένα ωραίο ανοιξιάτικο πρωί αποφάσισε να πάει να περπατήση, βαδίζοντας ολόισα μπροστά του, και πιστεύοντας πως ήτανε προνόμιο του ανθρωπίνου γένους, καθώς και του ζωικού, να μεταχειρίζονται τα πόδια τους, όπως τους αρέσει.

Κατατηρώντας ολογυρά του τον τόπον, εξάνοιξε ανάμεσα σε διάφορα δένδρα καρπερά, οπού περικύκλωναν πολλά χωράφια και αμπέλια, ένα χωριάτικο σπήτι, κ' αποφάσισε να πηγένη τα ίσια εις εκείνο.

Είταν πολύ μενανοιωμένος, αλλά τι νάκανε; Σκέφτηκε να ματαξανασυμφωνήση γι' άλλα εφτά χρόνια και να πάρη τέλος εκατό φλωριά και να γυρίση στο σπίτι του μια για πάντα, αλλά ακολουθώντας την συμβουλή του πατρός του, αποφάσισε να γυρίση πριν γεράση κι' έτσι έδωκε το χέρι να αποχαιρετήση τον αφεντικό του. Εκείνη τη στιγμή ο αφεντικός του τού είπε: — Στάσου μια στιγμή....

Και όπου καυγάς, όπου λογομαχία, όπου πέντε άνθρωποι μαζεμμένοι, κι' αυτός στη μέση, να ιδή τι τρέχει, να βάλη το λόγο του, να πη τη γνώμη του. Κ' έτσι πάει το μαγαζί κ' οι συρμαγιές μαζί. Στη Ρωσσία τα ίδια, στην Περσία τα ίδια και χειρότερα. Από υπάλληλος ήθελε να γίνη αστυνόμος και ιεροκήρυκας. Ήθελε να διορθώση κ' εκεί τον κόσμο. Πέντε φορές επί τέλους αποφάσισε να ξαναπιάση την τέχνη του.

Χίλιες και μία νύκτα απέρασαν που η Χαλιμά εδιηγούνταν του βασιλέως Αϊδήν τες ιστορίες, ο οποίος στοχαζόμενος με μεγάλον θαυμασμόν την αγχίνοιαν, την μνήμην, τες χάρες και επιτηδειότητες που αυτή η Χαλιμά είχε διά στολίδια, και που δεν εβαρύνετο να τες διηγάται, αλλά με μεγάλην προθυμίαν καθημερινώς εφεύρισκε νέες ιστορίες εις το διάστημα τόσου καιρού, με τα οποία νόστιμα και πολυποίκιλα διηγήματα αυτή τον έκαμε να παύση ολίγον κατ' ολίγον από το χαλεπόν μίσος, που έτρεφεν εναντίον εις την εμπιστοσύνην των γυναικών, που εστοχάζετο πως όλες δεν ήταν πιστές προς τους άνδρας τους, και μάλιστα, που στοχαζόμενος την φρόνησιν και γενναιότητα της αυτής Χαλιμάς, η οποία αυτοθελήτως ηθέλησε να γίνη γυναίκα του χωρίς ποσώς να φοβηθή τον θάνατον που έμελλε να λάβη καθώς τον έλαβαν και άλλες, οι προτερινές της, αποφάσισε τέλος πάντων να της χαρίση την ζωήν και να την κυρύξη διά ομόζυγόν του επί ζωής του· όθεν σηκωνόμενος από τον θρόνον του, και αγκαλιάζοντάς την, της είπεν· ω γλυκυτάτη και παμφιλτάτη μου Χαλιμά, βλέπω καλώτατα οι ωραίες, νόστιμες, και μακρυνές ιστορίες σου και τα εύμορφά σου διηγήματα, που από πολύν καιρόν με εκρατούσαν, εις περιδιάβασην, έγιναν εις του λόγου σου πολλά ωφέλιμες, και εμένα ηδυνήθησαν να μου καταπραΰνουν την αγανάκτησιν, που είχα προς την γυναικείαν φύσιν· όθεν νικώντας με αυτές εσύ την απόφασίν μου, και τους δεινούς νόμους, που αποφασιστικώς έκανα, σε δέχομαι μετά πάσης χαράς διά ομόζυγόν μου επί ζωής μου, και σε κηρύττω βασίλισσαν, να συμβασιλεύσης μαζή μου εις όλην σου την ζωήν· και εις το εξής θέλω, ότι όλον το Βασίλειόν μου να σε σέβεται, επειδή και εσύ εστάθης εκείνη, που ελευθέρωσες τόσας τρυφεράς κορασίδας από τον θάνατον, οι οποίες χωρίς πταίσμα ουδένα, έμελλαν να θυσιασθούν διά την μεγάλην μου οργήν και τον σκληρόν νόμον.

Γέροντες αχάριστοι, στοχασθήτε αμφότεροι τες χάρες της γενναίας και ωραίας βασίλισσας· αντίς να προστάξη να σας παιδεύσουν διά την αχαριστίαν σας και σκληρότητά σας, που εις αυτήν εδείξατε και που δεν υπακούσατε, σας συμπαθεί, και θέλει όχι μόνον να σας συμπαθήση, αλλά και αποφάσισε να σας προσφέρη τιμές θεϊκές.

Τελικά το αποφάσισε και τράβηξε το γράμμα από το πάκο των χαρτιών. Ήταν λευκό ακόμα μέσα στο λευκό φάκελο, σαν να το είχαν γράψει χθες και να μην το είχε διαβάσει κανείς ακόμη. Η Νοέμι κάθισε στο κρεβάτι, αλλά μόλις ξεδίπλωσε το χαρτί και ακούμπησε το χέρι στην μπρούτζινη σφαίρα του κρεβατιού, κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα: στην αρχή ένα χτύπημα, έπειτα τρία, και μετά συνεχόμενα.

Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα. Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν