United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις νέαν καμπήν της ατραπού η κατάβασις έγεινεν αποτομωτέρα και ο Μίρτος μου έδειξε κάτω, παρά τον αιγιαλόν, μικρόν ερημοκκλήσιον λευκάζον αναμέσον των δένδρων, μου ανήγγειλε δε ότι υπό την σκιάν των δένδρων εκείνων θα εύρωμεν πηγήν δροσεράν. Άγγελμα ευφρόσυνον και χαροποιόν! Εδίψων φοβερά!

Είνε δε τρεις μήνες που απαράτησα το παλάτι του πατρός μου, και περίεργος να ιδώ την διαφοράν των βασιλέων, εις τα οποία ζουν οι απόγονοι του Αδάμ, έλαβα την επιθυμίαν να ταξειδεύσω· εγύρισα όλον τον κόσμον και ήμουν έτοιμη να ξαναγυρίσω εις την κατοικίαν μου μα συναπαντώντας σε σήμερον εις το κυνήγι, εστάθηκα διά να σε θεωρήσω, και ευθύς οι αίσθησές μου εσυγχίσθησαν εναντίον εις την θέλησίν μου· και όντας όλη προσηλωμένη εις εσένα, έλεγα ανάμεσόν μου· είνε δυνατόν, ένας άνθρωπος να μου συγχίση εις τέτοιον τρόπον την ανάπαυσίν μου; ένας υιός του Αδάμ να θριαμβεύση την αγιότητά μου; εντροπή μου κατά αλήθειαν να νικηθώ με τέτοιον τρόπον και στοχαζομένη τοιούτης λογής, ηθέλησα να αναμερίσω από εσένα, μα εμποδισμένη ωσάν από ένα μαγικόν δεσμόν, δεν ημπόρεσα τελείως να ξεμακρύνω· μόνον βυθισμένη τότε εις τους τρυφερούς στοχασμούς, που μου εμπόδιζαν το περιπάτημα, δεν εστοχάσθηκα άλλο παρά να εύρω τα μέσα διά να σου αρέσω.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. 240 του Τηλεμάχου αφανισμόν ωστόσον οι μνηστήρες έπλεκαν· αλλ' αριστερό πουλίαυτούς εφάνη, υψηλοπέτης αετός, 'που εκράτει περιστέραν. τους είπε τότ' ο Αμφίνομος^ «Δεν θέλει ορθοποδήση, ω φίλοι, ό,τι ωργανίσαμε, του Τηλεμάχου ο φόνος· 245 αλλά τώρ' ας φροντίσουμε να ετοιμασθή το γεύμα».

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. 175 εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· «Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης, ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης; την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε 180 πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος· κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης».

Όταν όμως τέλος ο Αθανάσιος στάθηκε μπρος του και φώναζε «δικάσει Κύριος ανάμεσον εμού και σου», ξύπνησε πάλι η ευλάβεια κ' η δικαιοσύνη του, κ' έστειλε μήνυμα των Επισκόπων του νανέβουνε στην Πρωτεύουσα και να τονέ φωτίσουν. Οι Επίσκοποι ως τόσο είχαν άλλο δρόμο παρμένο.

Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• 620 και οι καλεσμένοι επήγαιναντου βασιληά το σπίτι• και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία• άρτον η εύμορφομάντηλαις γυναίκες τους εστέλναν, έτσι αυτού μεςτα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν.

Εις τούτα τα λόγια ο Αμπτούλ άνοιξε τα μάτια, και κυττάζει διά να ιδή ποίοι ήσαν οι ελευθερωταί του, και ανάμεσόν τους εγνώρισε την θυγατέρα του βεζύρη, που της είχε δείξει τον θησαυρόν του· Κυρά μου, εσύ είσαι το λοιπόν, που μου ελευθερώνεις την ζωήν; Ναι, φίλε μου, απεκρίθη η βεζυροπούλα, εγώ είμαι και ο Αλής ο αγαπητικός μου, που εδώ τον βλέπεις, ο οποίος παρακινημένος από ευσπλαγχνίαν, ήλθε μετ' εμένα διά να με βοηθήση να σε βγάλω από τον κίνδυνον του θανάτου.

Οι τέσσαρες λόγιοι είχαν προπορευθή τόσον, ώστε ο πέμπτος συνοδίτης τους έχασε, και δεν τους έβλεπε πλέον ούτε τους ήκουε. Πολύ δεν εβράδυνε να εννοήση ότι είχε χάσει τον δρόμον, και είχε στραφή, αυτός ή ο όνος του, ανατολικώτερον, προς βαθύ ρεύμα, υγρόν, σύδενδρον, σκιερόν, αναμέσον δυο υψηλών κορυφών. Εκεί ανεγνώρισε το μέρος. Ήτο το «Κρύο Πηγάδι».

Και ωσάν εβγήκαμεν από το καράβι ήλθαμεν εις την οικίαν του αυθέντος μου, τον οποίον τον εδέχθη η γυναίκα του και η θυγατέρα του, που μοναχή είχε, με πολλήν αγαλλίασιν. Και ύστερον από χίλια χάδια, που ανάμεσόν τους έκαμαν, με επαρουσίασεν αυτός εις την γυναίκα του και θυγατέρα του ωσάν ένα σκλάβον, που ξεχωριστά με αγαπούσε, και τες επερικάλεσε να δεχθούν με ευχαρίστησιν την δούλευσίν μου.

Απεναντίας, εκ της περιβολής της γραίας χωρικής εφαίνετο ότι δεν ήτο απατηλή καύχησις η διαβεβαίωσις, ότι θα πληρώση τον ιατρόν. Τα πένθιμα ενδύματά της ήσαν απλά, αλλά νέα και καλής ποιότητος. Το φόρεμά της ήτο ανοικτόν εις το στήθος, αναμέσον δε του ανοίγματος έλαμπε το λευκόν μεταξωτόν υποκάμισον, εκ του οποίου εξήρχετο ο ρυτιδωμένος λαιμός της.