United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτοί τοξεύουν και ρίπτουν ακόντια, αλλά σεις δεν φοβείσθε να σας τρυπήσουν τα βέλη, διότι είσθε μαυρισμένοι από τον ήλιον και έχετε άφθονον αίμα• δεν είσθε άχυρον και σκόνη του αλωνιού σεις, ώστε να σας καταβάλλουν γρήγορα τα κτυπήματα, αλλά πολύ αργά και μόνον όταν φθάσουν εις πολύ βάθος τα τραύματα θα χύσετε ολίγον αίμα. Αυτά μου φαίνεται ότι λέγεις, εκτός αν δεν ενόησα καλά τους λόγους σου.

Περιφρονούντες λοιπόν αυτούς εξέβαλον κραυγάς και ώρμησαν αθρόοι κατ' αυτών ρίπτοντες λίθους, βέλη, ακόντια, και παν ό,τι είχεν έκαστος πρόχειρον. Αι συν τη βιαία ταύτη επιθέσει κραυγαί κατέπληξαν ανθρώπους μη συνηθισμένους εις τοιαύτην μάχην.

Ά! να 'χα ιδεί το τέλος μου εκείνην την ημέρα, 'που τόσοι Τρώες έρριξανεμέ χάλκιν' ακόντια, εις του Πηλείδη ολόγυρα το νεκρωμένο σώμα. 310 οι Αχαιοί θα μ' έθαπταν και θάμουν δοξασμένος• αλλ' ηθέλησ• η μοίρα μου να κακοθανατήσω».

Ιδού δε τι λέγουν τα Ομηρικά έπη• Μηριόνη, τάχα κεν σε και ορχηστήν περ' εόντα έγχος εμόν κατέπαυσε. Εν τοσούτω δεν τον επέτυχε, διότι ο Μηριόνης, ως εξασκημένος εις τον χορόν, υποθέτω, ευκόλως διέφευγε τα ιπτάμενα εναντίον του ακόντια.

Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα, και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη· εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, 110 τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία· τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάσητον πατέρα. κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος, κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι σιμάτον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. 115 και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση, 'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη, του στέρεου μεγάρου τουτον θυροπαραστάτη 120 το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων, κ' έζωσ' ευθύςτους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα, εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος, και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. 125

Κι εκείνος με το χέρι αμπώχνει τ' αρχοντόπουλο αλάργα από κοντά του· κι' ο Αγαμέμνος μια ακόντια του ζάφτει στο λαγγόνι και τον ξαπλώνει ανάσκελα, και βάζοντας το πόδι στα στήθια απάνου, όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. 65

Αυτά 'πε, και, ως παράγγειλε, μ' ορμήν όλοι ακοντίσαν 255 κ' η Αθηνά κατώρθωσε χαμέν' όλα να πέσουν· άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, και άλλουτον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο. και άμ' όλοι κείνοι ξέφυγαν τ' ακόντια των μνηστήρων, 260 τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· «Ω φίλοι, κ' εγώ θα 'λεγα κ' εμείς εις των μνηστήρων το πλήθος ν' ακοντίσουμεν, αφού σιμάτα πρώτα, όσα μας έκαμαν κακά, διψούν να μας φονεύσουν».

Ο Βιτέλλιος, ο Φεναιός ο διερμηνεύς του, και ο Σιζένας ο αρχιτελώνης τα επεθεώρουν με το φως των λαμπάδων τας οποίας εκράτουν τρεις ευνούχοι. Και διεκρίνοντο εις το σκότος πράγματα ειδεχθή επινοηθέντα υπό των βαρβάρων: Ρόπαλα με καρφία γύρω, ακόντια και βέλη δηλητηριάζοντα τας πληγάς, λαβίδες παρόμοιαι με σιαγόνας κροκοδείλου.

Ο άλλος λόγος, 'πού μ' εμπόδιζε ν' ανοίξω μιαν κρίσιν δημοσίαν, ήταν η μεγάλη αγάπη, 'πού ο κοινός λαόςεκείνον έχει, ώστε τα πταίσματά του χρωματίζ' εις τρόπον, οπού, καθώς το ξύλο η βρύση αλλάζ' εις πέτραν, ήθελε μετατρέψ' εις χάρες τα δεσμά του , καιτην ορμήν του τόσου άνεμου τα ελαφρά μου ακόντια θα 'σαν λυγιστά και θα εγυρίζαντο τόξο μου χωρίς να φθάσουντο σημάδι.

Αυτά δε, καθώς είπα, δεν είναι τόσον σπουδαία επί κερατίνων πλήκτρων και παρομοίων οργάνων, έχουν όμως μεγάλην διαφοράν, όταν πρόκειται να μεταχειρισθή κανείς εις τον πόλεμον σιδηρά είτε τόξα είτε ακόντια και όλα τα παρόμοια. Διαφέρει δε πάρα πολύ ο μαθών από τον μη μαθόντα και ο γυμνασμένος από τον αγύμναστον.