Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Είταν αυτός στον καιρό του Βασιλίσκου αγαπητικός της θειας του της Ζηνωνίδας, της γυναίκας του Βασιλίσκου. Είπανε μάλιστα πως ο ίδιος ο Βασιλίσκος τους άφινε και περνούσαν αντάμα τις ώρες τους, ώσπου αγαπήθηκαν τόσο, που μήτε στον κόσμο μπροστά δεν μπορούσαν πια να βασταχτούνε παρά κάμνανε «μάτια» ανάμεσα τους.
Μα εκείνος καθώς είχε μάθει κάθε του έρωτα παραμύθι στα τραπέζια των παραλυμένων, όχι αστόχαστα, και για τον εαυτό του και για το Δάφνη, έλεγε: — Κανένας αγαπητικός, αφέντη, δεν τα ψιλολογάει αυτά, μόνε σ' όποιας λογής πράμα κι αν βρη την ομορφιά σκλαβώνεται. Γι' αυτό και φυτό κάποιος αγάπησε και ποτάμι και θεριό.
Κυρά μου, εφώναξεν, εσύ μου εσήκωσες τον λογισμόν μου, εγώ δεν ημπορώ να υποφέρω τες σαϊτιές που μου δίνεις· δος μου άδειαν να ημπορέσω να σου φιλήσω το χέρι, και να βάλλω το κεφάλι μου υποκάτω εις τους πόδας σου. Έτσι λέγοντας ετούτος ο ταλαίπωρος αγαπητικός, έπεσε κατά γης, ωσάν ένας που είνε έξω του εαυτού του, και παίρνοντας το χέρι της κυράς το εφίλησε με πολλήν τρυφερότητα.
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Πετσί και κόκκαλον! σωστός τσίρος. Ω σάρκα, σάρ- κα, πώς αποψαρόνεσαι! Τώρα δα σου πηγαίνουν οι στί- χοι, οπού εξεχείλιζεν ο Πετράρχης. Κοντά εις την ιδι- κήν σου η Λαύρα ήτο μία μαγείρισσα· με μόνην την διαφοράν, ότι ο ιδικός της αγαπητικός έψαλλε τον έρω- τά του καλλίτερά σου.
Και όταν εξεσκέπασαν το πρόσωπόν των και έβγαλαν τους φερετζέδες, ήσαν οι δέκα γυναίκες, και οι άλλοι δέκα αράπηδες, και καθένας εκρατούσε από το χέρι την αγαπητικήν του· και τότε η βασίλισσα εκτύπησε τα χέρια και εφώναξε· Μασούδ, Μασούδ, και ιδού κατέβη από ένα δένδρον ένας άλλος αράπης και έτρεξεν εις την βασίλισσαν και την αγκάλιασεν, ως αγαπητικός της.
Όταν περνούσα κοντά από το Πρυτανείον, είδα νάρχεται από πέρα και να χαμογελά η Λεσβία, κι' όταν εζύγωσε μούπε• Δεν τα ξέρεις; Ο αγαπητικός σας ο Πάμφιλος παντρεύεται τη θυγατέρα του Φείδωνα• κι' αν θες να βεβαιωθής πήγαινε και κύτταξε στο στενό και θα δης στέφανα στις πόρτες και θ' ακούσης αυλητρίδες και θόρυβο και τραγουδιστάδες που λεν το τραγούδι του γάμου.
Ο ιατρός την παρετήρει με βλέμμα πλήρες συμπαθείας. — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν. — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία. Αλλ' η άρνησίς της δεν εξέφραζεν ούτε την δυσαρέσκειαν ούτε την ανυπομονησίαν, μετά της οποίας προ ολίγου απεκρίθη εις του επάρχου την ερώτησιν. — Αδελφός σου,; επανέλαβεν ερωτών ο ιατρός. — Όγεσκε. — Λοιπόν αγαπητικός σου;
Βλέπεις πως μοιάζουν τα μαλιά του με λαλέ; πως λάμπουν τα μάτια κάτω από τα φρύδια σαν δαχτυλιδόπετρα μέσα σε χρυσή δέση; πως το πρόσωπό του είναι γεμάτο κοκκινάδι και το στόμα του απ' άσπρα δόντια σαν του ελέφαντα; Ποιος αγαπητικός δε θα παρακαλούσε να πάρη από εκεί νόστιμα φιλιά; Κι αν αγάπησα βοσκό, μιμήθηκα τους θεούς.
Αυτά ας πηγαίνη — κι ας τα κάμνη ο αγαπητικός της κοπέλλας. Έτσι και με τη Φύση. Ας πάη κι ας την αποθαμάζη, ας τη ζωγραφίζη, κι ας τρελλαίνεται ο ζωγράφος κι ο ποιητής με τα μάγια της. Το χωριατόπουλο σώνει να ταφίνης να χαίρεται το κρασί του, το τραγούδι, την κουβέντα και το τουφέκι του, κι όλα του χωριού τα κάλλη σου τα χαρίζει.
Επέστρεψε το αίμα 'ς τα μάγουλα σου; — δεν αργούν να κατακκοκινίσουν. 'Σ το μοναστήρι πήγαινε· κ' εγώ απ' άλλον δρόμον εκεί πηγαίνω, επειδή θα ενταμώσω κάποιον, που θα μου δώση μυστικά σχοινιά, διά ν' αναίβη εις την φωληάν ενός πουλιού ο αγαπητικός σου όταν νυκτώση. — Πήγαινε. — 'Πάγω κ' εγώ να φάγω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! με την ώραν την καλήν, χρυσή μου παραμάνα. Το κελλίον του Λαυρεντίου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν