Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· 280 «Ω ξέν', ευρίσκεσαιτην γην, οπ' ερωτάς να μάθης, και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν· και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις, εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον, θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε 285 με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος. και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε, άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος, 'ψάριατον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία 290 και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας, εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη, ως πρέπει, δεν ξεφώνησετην ύστερή του κλίνη, 295 ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει. και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου; πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο 300 ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν

Η βασίλισσα ηξεύροντάς την αθωότητά του, δεν τον ωνείδισεν εις τα όσα της έκαμεν, αλλά μετά μεγάλης αγάπης τον εδέχθη, και τον επεριποιήθη ωσάν άνδρα της αγαπημένον. Αφού δε εχάρηκαν αναμεταξύ τους εις την ξαναντάμωσιν, η βασίλισσα τον επαρακάλεσε να της ειπή το πώς εκατάλαβε τον δόλον της μάγισσας και τα ακόλουθα.

Ευχαρίστησα τον φιλόσοφον διά την προθυμίαν και αγάπην που προς εμέ έφερνε, και αντίς να φοβηθώ τες ετοιμασίες των εχθρών μου δεν έβλεπα την ώραν πότε να φθάσουν εις τα σύνορα μου· επειδή και ήμουν βέβαιος πως δεν ήθελαν με βλάψει, έχοντας μαζύ μου τον αγαπημένον μου Αβικένα. Δεν επέρασαν πολλές ημέρες και εκείνοι οι δύο βασιλείς χωρίς αργοπορίαν επλησίαζαν εις τα σύνορα του βασιλείου μου.

Σε εξορκίζω, ω γέρον, και σε ικετεύω πεσμένη εις τα πόδια σουδιότι δεν μου επιτρέπεται με το χέρι μου να εγγίσω το αγαπημένον σου πρόσωπονσώσε μας, διά το όνομα των θεών. Άλλως θα αποθάνωμεν και αυτό θα είναι δυστυχία μεν δι' ημάς, αίσχος δε διά σας. ΠΗΛΕΥΣ Σας διατάσσω να λύσετε τα δεσμά, πριν κανείς σας μετανοήση, και ν' αφήσετε ελεύθερα τα χέρια της.

Αλλά, ω Ευθύδημε, του είπα, μήπως και συ δεν παθαίνεις αυτό το ίδιον πάθημα; όσο για μένα ποτέ δεν θα ημπορούσα να αγανακτήσω, αν συνέβαινε να πάθω οτιδήποτε από κοινού μαζί σου και μαζί με τον Διονυσόδωρον αυτόν, τον αγαπημένον μου φίλον· λέγε μου λοιπόν, και σεις, δεν υπάρχουν πράγματα που τα γνωρίζετε, και άλλα που δεν τα γνωρίζετε: Κάθε άλλο, μου απεκρίθη ο Διονυσόδωρος. — Πώς λέγετε; είπα εγώ· δεν γνωρίζετε λοιπόν τίποτε; — Απεναντίας, μου απεκρίθη. — Τότε λοιπόν τα γνωρίζετε όλα. αφού γνωρίζετε κάτι.

Όλαι αι κοιμηθείσαι αναμνήσεις της εξηγείροντο με νέαν μαγικήν περιβολήν και την συνήρπαζον. Τοιαύτην έμαθε την ζωήν, τοιαύτην την επόθει πάντοτε, μέχρι τέλους η Σμάλτω. Να τρέχη εις τα λειβάδια τ' ανθοσπαρμένα, ελευθέρα ως πεταλούδα, και να έχη προ αυτής ένα άνδρα αγαπημένον.

Οπόταν η Ζεμπρούδα ήλθεν εις τον χοντζερέ της, βλέποντας το αηδόνι ψόφιο, έβγαλε μίαν φωνήν τόσον δυνατήν, που έτρεξαν όλες οι δούλες της. Κυρά, της είπαν, τι έπαθες; σου εσυνέβη κανένα εναντίον; α πιστές δούλες μου, εγώ είμαι απελπισμένη, τους απεκρίθη κλαίοντας πικρώς· το πτωχόν αηδόνι μου, το αγαπημένον μου αηδόνι εψόφησεν.

Και όταν έμαθεν ότι ο βασιλεύς αδελφός του εγύριζεν από το κυνήγι, επήγε χαρούμενος να τον προϋπαντήση· και βλέποντάς τον ο βασιλεύς έτσι χαρωπόν τον συνεχάρη διά την μεταβολήν του από την λύπην εις χαρούμενον πρόσωπον· όμως τον επαρακάλεσεν ως αδελφός και τον εξώρκισεν ως βασιλεύς να του ειπή την αιτίαν της λύπης και της μεταβολής πάλιν εις χαράν, λέγοντάς του· ίσως, αν δεν σφάλλω, το αίτιον της λύπης σου να έγινεν ο πόθος, που έχεις προς την βασίλισσαν της Ταταρίας την γυναίκα σου, η οποία λογιάζω να είνε πολύ εύμορφη, και να την εδιάλεξες της ορέξεώς σου, και τώρα ευρισκόμενος μακράν από τέτοιον αγαπημένον και εύμορφον υποκείμενον ελυπούσουν· όθεν ειπέ μου την αλήθειαν, αν είναι αληθής ο στοχασμός μου και πώς μετεβλήθη η λύπη σου εις χαράν.

ΑΠΟΛΛΩΝ Πάντα μαζί μου τάχω Αυτή είν' η συνήθεια. ΘΑΝΑΤΟΣ Δεν είναι η συνήθεια• το τόξο σου επήρες, για να φυλάξης άδικα το σπίτι αυτό. ΑΠΟΛΛΩΝ Με θλίβει η συμφορά, που απειλεί αγαπημένον φίλον. ΘΑΝΑΤΟΣ Ώστε και δεύτερον νεκρόν θέλεις να μου στερήσης; ΑΠΟΛΛΩΝ Μήπως τον πρώτον σ' άρπαξα εγώ διά της βίας;

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν