Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Αληθώς υπάρχουσιν εκεί είκοσι μεγάλα ξύλινα αγάλματα παριστώντα γυναίκας γυμνάς· ποίαι είναι; δεν ειμπορώ να είπω ειμή ό,τι ήκουσα.

Τότε εκατάλαβα ότι ήσαν αγάλματα άψυχα και ακίνητα και ήσαν μεταμορφωμένα από ανθρώπους εις τόσους λίθους· και προχωρώντας μέσα εις την πολιτείαν, συναπαντούσα εις κάθε μέρος τοιούτους απολιθωμένους ανθρώπους κάθε τάξεως και ηλικίας, άνδρας, γυναίκας και παιδιά.

Και τι είνε αυτός ο νέος Θεός; — Έχει είδωλα και τα προσκυνεί, είπεν ο ξένος. — Και τι πράγμα είνε αυτά τα είδωλα; — Τα είδωλα είνε αγάλματα οπού τα προσκυνούσαν οι αρχαίοι. — Ποίοι αρχαίοι; — Οι Έλληνες. — Και πώς τα επροσκυνούσαν; — Όπως οι χριστιανοί προσκυνούν τας εικόνας, μοι φαίνεται. — Και σαν τι πράγμα είνε αυτά τα αγάλματα; Πες μου καλά να καταλάβω, διατί εγώ αργώ να μπω μέσα.

Η Χλόη όμως ήτανε κοντά στα πρόβατα· κι όταν την εκυνήγησαν έτρεξε σαν ικέτιδα στις νύμφες για να γλυτώση και παρακαλούσε να λυπηθούνε κι όσα έβοσκε κι αυτή την ίδια για χάρη των θεώνε· μα κανένα όφελος· επειδή οι Μεθυμνιώτες, αφού έβρισαν κι ατίμασαν πολλά αγάλματα, και τα κοπάδια άρπαξαν κ' εκείνη την έσυραν σαν γίδα ή πρόβατο χτυπώντας τη με λιγαριές.

Και ως τον είδε κύπτοντα προς αυτήν, με το βλέμμα πλήρες ικεσίας, της εφάνη ωραιότερος όλων των ανδρών και όλων των θεών, των οποίων τα αγάλματα έβλεπεν εις τας μετώπας των ναών. Εκείνος έλαβεν ηρέμα την χείρα της άνωθεν του καρπού και ηρώτησε: — Δεν μαντεύεις, Λίγεια, διατί ομιλώ ούτω προς σε; — Όχι, εψιθύρισεν εκείνη τόσον χαμηλά, ώστε ο Βινίκιος μόλις την ήκουσεν.

Εζητήσανε να βρούνε και λουλούδια, επειδή ηθέλανε να στεφανώσουν τους θεούς· μα αυτά μόλις τα είχε ανοίξει ο Ζέφυρος, που τάθρεφε, κι ο ήλιος που τα εζέσταινε· κι όμως εβρέθηκαν και μενεξέδες και μανούσια και γαλατσίδες κι όσα πρωτοφέρνει η άνοιξη. Η Χλόη κι ο Δάφνης άρμεξαν από γίδες κι από μερικές προβατίνες το πρώτο γάλα και μ' αυτό ερράντισαν τ' αγάλματα, ενώ τα εστεφάνοναν.

Αντιλαμβανόμενος δε ότι ο παράδοξος τρόπος, μεθ' ου με υπεδέχθη, δεν ηδύνατο ή να με εκπλήξη ολίγον: — Βλέπω, είπεν, ότι εκπλήττεσθε από τον διάκοσμον του μεγάρου μου, από τα αγάλματά μου, τας εικόνας μου, από την εκκεντρικότητα των ιδεών μου εις τα ζητήματα της αρχιτεκτονικής και των υφαντών εικόνων μου. Αυτή δα σας εκπλήττει κάπως, αυτή όλη η έκθεσις αντικειμένων.

Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Σκυθικήν και εισέδυσεν εις την λεγομένην Υλαίαν, ήτις κείται πλησίον του Αχιλλείου δρόμου και καλύπτεται όλη υπό δένδρων παντοίων, ήρχισεν ο Ανάχαρσις να τελή την εορτήν της Κυβέλης με όλα τα καθέκαστα, κρατών τύμπανον και έχων εις το στήθος αγάλματα κρεμάμενα. Είς όμως των Σκυθών ιδών αυτόν εφανέρωσεν εις τον βασιλέα τι έπραττεν.

Λύχνος έφεγγεν επί τινος εστίας, και υπεράνω αυτής έκειντο δυσδιάκριτα τινα αντικείμενα. Ήσαν ταύτα αγαλμάτια. Περαιτέρω εφαίνοντο όρθια μεγάλα αγάλματα θεών. Η Αϊμά αφήκε κραυγήν. Είχεν εκλάβει εκ πρώτης όψεως ταύτα ως ανθρώπους ζώντας. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος τη είπε·Δεν είνε τίποτε. Μη φοβείσαι. Η Αϊμά εμάντευσε πού ευρίσκοντο. Εψιθύρισε δε κεκομμένη τη φωνή·Διατί μ' έφερες εδώ;

Για σπηλιά των Νυμφών ήταν ένας μεγάλος βράχος, από μέσα βαθουλός και απ' έξω στρογγυλός· τα αγάλματα των Νυμφών αυτών ήτανε καμωμένα από πέτρα. Ήταν ξυπόλητες· τα χέρια τους γυμνά ίσαμε τους ώμους, τα μαλλιά ίσαμε το λαιμό ριγμένα, ζώνη γύρω στη μέση, πρόσωπο γελαζούμενο. Όλο τους το φτιάσιμο ήτανε σαν να χόρευαν στη σειρά. Η καμάρα της σπηλιάς ήτανε το πιο μεσιανό μέρος του μεγάλου βράχου.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν