Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Η μάχη έγινε πεισματώδης και πάντοτε σώμα προς σώμα. Οι Αθηναίοι όμως τους εδέχθησαν με σταθερότητα και ήρχισε πάλιν η μάχη σώμα προς σώμα.
Μέχρι τινός είχεν αποσπασθή εκ της διανοίας του Μάχτου η επί τη απουσία της Αϊμάς μέριμνα. Αλλ' άμα εξελθών, ανεμνήσθη ότι ώφειλε να φροντίση περί τούτου. Ήρχισε δρομαίως να βαδίζη επί της οδού της αγούσης εις την κώμην. Ότε προέβη πολλά βήματα, είδε συρροήν λαού, ανδρών, γυναικών και παίδων, αποφράττουσαν την δίοδον παρά τινα μάνδραν. Ετάχυνε το βήμα.
Οι οφθαλμοί του εκοιλάνθησαν, οι μυς του προσώπου του, συνεσταλμένοι εκ της αδιακόπου αγωνίας, του έδωκαν ύφος τραχύ και άγριον, η γενειάς του παρημελημένη και η κόμη του πιναρά εκ της προστριβής επί των τοίχων, όπου ο εργάτης εκτύπα την κεφαλήν, παρωμοίαζον αυτόν με κατάδικον, μόλις απαλλαγέντα πολυχρονίου καθείρξεως. Αλλά μετ' ολίγον ήρχισε να τον βασανίζη και η πείνα.
Και πέρνει ένα πέλεκυν, και κτυπά κατακέφαλα το άλογον του μικρού Κλώσου, και το ρίπτει κατά γης σκοτωμένον. Αλλοίμονον! είπεν ο μικρός Κλώσος. Τώρα δεν έχω άλογον! και ήρχισε να κλαίη. Έπειτα έγδαρε το άλογον, και αφού εστέγνωσε το δέρμα του εις τον ήλιον, το έβαλεν εις ένα σάκκον, εκρέμασε τον σάκκον εις την ράχιν του, και εκίνησε διά την πόλιν να πωλήση το δέρμα.
Ητοιμαζόμην να τον αποχαιρετήσω αναβάλλων εις την προσεχή μου επίσκεψιν την ακρόασιν των παραπόνων του κατά της πολιτικής, όταν η προ πολλού υπεράνω της κεφαλής μας αιωρούμενη βροχή ήρχισε να καταπίπτη ραγδαία. Μου επρόσφερε τότε άσυλον εις το παράπλευρον του εκκλησιδίου παράπηγμα και με παρεκάλεσε να του προσφέρω ολίγον ρετσινάδον ως προφυλακτικόν κατά της υγρασίας.
Εις τόσην δε ευθυμίαν είχε φθάση ο Σαϊτονικολής, ώστε ήρχισε να σιγοτραγουδή ένα παλαιόν τραγούδι: Νάμουνε νειος κι' απάντρευτος και πλούσιος κι' αντρειωμένος ... Ο Μανώλης εκάμπτετο, χωρίς να το θέλη, και εις την αμηχανίαν του ήρχισε να πελεκά με το μαχαίρι του την καθέκλαν επί της οποίας εκάθητο.
Έπειτα από τόσων ημερών εναγώνιον σάλον η καρδία του ήρχισε να πάλλη κανονικώτερον, ευρούσα άλλας καρδίας που δεν τον απεδίωκον· ο τρομώδης παροξυσμός των νεύρων του ήρχισε κάπως να μετριάζηται. Μετ' ολίγον τα βλέφαρά του ήρχισαν να καταπίπτουν ναρκωμένα εις ύπνον κ' έγειρεν επί μιας κάπας το κατάκοπον σώμα του, έξω της καλύβας, έχων μεγάλην πέτραν αντί προσκεφάλου.
Εφόρεσεν αμέσως το επιτραχήλι του ο ιερεύς και εμπρός εις την Παναγίαν την Λημνιάν ήρχισε να διαβάζη την Παράκλησιν, από μέσα από το Αγιασματάριόν του, ένα παμπάλαιον βιβλίον πεποικιλμένον από τα κηροστάγματα, με την φωνήν τρομώδη και κλαυθμηράν, την οποίαν κλαυθμηροτέραν καθίστα ολονέν η κλαίουσα έξω τρικυμία και αι αδιάκοποι κραυγαί των νησιωτών, οίτινες έδραμον κάτω εις τον λιμένα να σώσουν τα κινδυνεύοντα πλοιάριά των, από τα οποία εγέμισεν ο λιμενίσκος, παρασυρθέντων ήδη από τα κύματα και των φελουκίων, τα οποία ήσαν συρμένα έξω εις την άμμον.
Όμιλοι παμπληθείς από τα υψώματα της άνω Γειτονιάς εθεώρουν προς την παραλίαν και τον λιμένα, και μία βοή αόριστος ανέβαινε προς τα επάνω. Ταύτης ενωτισθείς και ο γέρων ήρχισε να ακροάται μετά προσοχής, όταν ακούωνται φωναί. — Ήλθεν ο Μοναχάκης! Ήλθεν η σκούνα του Μοναχάκη! — Τι; Τι; εψιθύρισεν ο γέρων· και με ένα άλμα νεανικόν ευρέθη αίφνης όρθιος. Εκείνος ο ποδαλγός!
Όταν δε ήρχισε και να ψάλλη κάτι τι άμουσον με φωνήν λεπτήν, όλοι οι θεαταί ήρχισαν να γελούν, οι δε αγωνοθέται αγανακτήσαντες διά το θράσος του, τον εμαστίγωσαν και τον εξεδίωξαν εκ του σταδίου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν