Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ανέβη ταις Βίγλαις και έφθασεν εις του Κ'φαντώνη το Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμμα, το συνορεύον προς το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου κ' εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους.
Ο ήλιος δεν εφαίνετο παντελώς, διά τούτο ταχύτερον ήρχισε να σκοτινιάζη κάπως και εφαίνετο ότι έκλινεν η ημέρα προς την δύσιν. Ήτο όμως ενωρίς ακόμη.
Ήρχισε να κλαίη μετά λυγμών. Ο πατήρ του βεβαίως επνίγετο. Και αυτός δεν ηδύνατο να τον βοηθήση. Ω! να είχε τόσην δύναμιν, τόσην, όσην ο άνεμος και η θάλασσα! Αστραπή διέσχισε το σκότος. Ως εκατόν οργυιάς ανοικτά εις το πέλαγος είδεν ο Πάπος εν ακαρεί μαύρα τινα σώματα, προεξέχοντα του κύματος. — Τ' Αραπάκια! επρόφερεν εν μέσω των λυγμών του ο νέος. Απάνω στ' αραπάκια έπεσαν.
Έπειτα ήρχισε να συνομιλή μετά των παρακαθημένων περί πλείστων παιδαρωδιών πραγμάτων και περί των ωραίων εθίμων κατά τα γεύματα. Τέλος εκάλεσε τον Έλληνα ιατρόν και τον διέταξε να του δέση την αρτηρίαν, λέγων ότι ησθάνετο νυσταγμόν και ήθελεν ακόμη να παραδοθή εις τον ύπνον, πριν τον αποκοίμιση διά παντός ο θάνατος. Απεναρκώθη.
Είπε και έγυρεν εκεί παρά την πυράν της καμίνου της πλύσεως, τυλιχθείς μ' έν παλαιόν ράκος. Η σύζυγός του ήρχισε την πλύσιν, κύπτουσα με όλον το βάρος της, παρά την μεγάλην και κτιστήν εκεί σκάφην του πλυντηρίου, ότε μετά μικρόν, σαν να ησθάνθη οδυνηρόν πόνον κ' έβαλε κραυγήν.
Ενώ εσήκωνε και έδενε τα κλήματα εις τους στύλους, επλησίασε το ερπετόν και τον εδάγκωσε εις τον μεγάλον δάχτυλον και αυτό μεν επρόφθασε και εκρύβη πάλιν, ο δε αμπελουργός ήρχισε να φωνάζη από τρομερούς πόνους.
Αλλ' αίφνης ήλθεν εις τον νουν του η ιδέα ότι και αν όλα αυτά ηδύνατο όπως όπως να τα υποφέρη, δεν θα ηδύνατο όμως να υποφέρη και τα μετά θάνατον. — Ως εδώ καλά, είπε· μα έπειτα; Και ήρχισε να σκέπτηται τόρα την μέλλουσαν ζωήν, την τύχην του σώματος και της ψυχής του.
Ο Μαθιός δεν παρετήρησεν ίσως ότι αυτή είχε τρέψει τον λόγον εις τον πληθυντικόν, εις το τέλος της ευχής της. Αλλ' αυθορμήτως, χωρίς να το σκεφθή, απήντησε· — Μπορώ να ρίξω εκείνη τη βάρκα στο γιαλό... Τι λες, δοκιμάζουμε; Και αυτός επίσης έθεσε τον πληθυντικόν εις το τέλος του λόγου. Χωρίς δε να συλλογισθή, ούτως, ως να ήθελε να δοκιμάση αν είχε δυνατούς τους μυώνας, ήρχισε να ωθή την βαρκούλαν.
— Καλά, καλά, έρχομαι, απεκρίθη ο καθηγητής, και κατέβη εις το ισόγαιον, όπου παρά το μαγειρείον υπήρχε δωμάτιον χρησιμεύον και ως αίθουσα και ως τραπεζαρία. Ο Κ. Πλατέας ήρχισε να τρώγη με όρεξιν, αλλά καθόσον ικανοποιείτο η πείνα του, αι σκέψεις του επανήρχοντο εις τα επεισόδια του σημερινού περιπάτου του.
Ο Χρήστος ήτο ο υψηλότερος νέος του χωρίου μας, εύρωστος και γενναίος, σωστόν παλληκάρι. Αλλ' ο κίνδυνος κάμνει και τον δειλόν γενναίον. Καταιβάζει διά μιας τον δεξιόν του βραχίονα και σφίγγει κάτω από την μασχάλην τον λαιμόν της λυκαίνης, αρπάζει με την αριστεράν την κεφαλήν της και προσπαθεί να την πνίξη! Τότε ήρχισε πάλη φοβερά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν