Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Ότε εισήλθεν εις την κωμόπολιν, ήτο βαθεία νυξ. Η γραία επίτηδες παρέτεινε την οδοιπορίαν, ίνα μη ακούση μηδέ το άσμα των Χριστουγέννων. Της έκαμνε κακό. Εισήλθεν εις τας στενωπούς. Όλαι ήσαν έρημοι και σιωπηλαί. Ούτε το πανηγυρικόν άσμα ηκούετο πουθενά πλέον, αλλ' ουδ' έλαμπε φως εις κανέν παράθυρον. Μετ' ολίγον η γραία ήρχισε παραδόξως να επιβραδύνη έτι μάλλον. Ήρχισε να τρέμη.
Κατόπιν της νεάνιδος, ο μικρός αδελφός της λύσας την μπαρούμαν, επέβη, και λαβών το κοντάριον ήρχισε να &αβαράρη& εις τον βυθόν της αβαθούς λίμνης. Ο Χριστοδουλής εσυμπέρανεν ορθώς ότι της Πολυμνίας, θα της είχεν έλθει η φαντασία να κάμη μίαν φοράν με την φελούκαν περίπατον επί της λίμνης, και ο Λούκας ευδιάθετος ευρεθείς, της έδωκε την άδειαν.
Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμηρίζη, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνη μαλακά, και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ', όχι, χαδιάρη μ'! όχι κεφαλά μ', πάπο μ', χήνο μ'»! Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μάμμη Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, διά ν' ασημώσουν το παιδίον.
Μετά το πέμπτον ποτήριον της ζαμάικας, ο καπετάν-Γιακουμής, ο αδελφός του πλοιάρχου, ήρχισε κακώς να παίζη την Μαριγούλαν , το τορευτόν του τζιβούρι, κ' εζήτει και έκτον αμέσως, λέγων ότι 'ςτα πέντε αποσταίνει και ξεχορδίζεται, και αν σταματήση αυτού, είνε φόβος τότε να μη χορδισθή ούτε 'ς τα δέκα.
Και η γραία ευρίσκετο ακριβώς εν τω ορμητηρίω εκείνω των φοβερών πνευμάτων, των Σκαλικαντζάρων, οι οποίοι συγκεντρούμενοι οικογενειακώς μετά γερόντων, ανδρών, γυναικών και παιδίων διεσπείροντο εν οργάνοις, χοροίς και τυμπάνοις εις τας οικίας της πολίχνης, καταλαμβάνοντες εν τη υψηλή κυριαρχία των τας καπνοδόχους. Ήρχισε να ψιθυρίζη μέσα της το «Πιστεύω» και εξηκολούθει τον δρόμον της.
Διότι, Πρωταγόρα, η σοφία του Προδίκου είναι σχεδόν θεία και παλαιά, η οποία ήρχισε βέβαια από τον καιρόν του Σιμωνίδου ή και ακόμη παλαιότερα.
Συντελούσης δε και της μέθης, ήτις δεν είχεν εντελώς εξατμισθή, η σκέψις του έφθασεν εις τοιούτον ενθουσιασμόν, ώστε μετ' ολίγον ήρχισε να σιγοτραγουδή: Κ' εδά, Μαρούλι μου, πού θα μου πας; Θες και δε θες, θα μ' αγαπάς. Αλλά και αι νέαι του ελπίδες διελύθησαν εις την πρώτην συνάντησίν του με την θυγατέρα της χήρας.
— Άλλος μουσαφίρης πάλε! εγόγγυσεν άμα είδε τον κυρ Κωνσταντόν κοιμώμενον^ κουτσοί-στραβοί στον Άι-Παντελεήμονα! Ευλόγησον, πατέρες! Εκρέμασε το λυχνάριον επί του πτερυγίου της εστίας, εγονάτισε και ήρχισε να ξανάπτη την φωτιάν, και εξηκολούθησεν: — Από πού με το καλό, αυτός πάλε! Ας είν' καλά οι χριστιανοί! Τα ποτήρια ξεπλύνετε, και οι παίδες ας κερνούν. Ζήτω η κρασοκατάνυξις! ευλόγησον πατέρες!
Α’. ΦΥΛΑΞ. Ένας χωρικός ο οποίος της έφερε σύκα. Να το καλάθι. ΚΑΙΣΑΡ. Λοιπόν εδηλητηριάσθησαν; Α’. ΦΥΛΑΞ. Η Χάρμιον αυτή, Καίσαρ, έζη προ ολίγων ακόμη στιγμών ήτον ορθία και ωμίλει· εύρον αυτήν διορθώνουσαν το διάδημα της νεκράς κυρίας της· έπειτα ήρχισε να τρέμη και παρευθύς έπεσεν. ΚΑΙΣΑΡ. Οποία ευγενής αδυναμία!
Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το ναΐδιον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά-Κυριάκου. Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν διεκρίνοντο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν