Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
— Σήμερα πια θα φάγω μια βούκα ψωμί να πάγη στην καρδιά μου! — Είπεν η μήτηρ μου καθεζομένη μεταξύ εμού και του αδελφού μου παρά την λιτήν τράπεζαν, ην ο υπηρέτης είχε παραθέσει εις το δωμάτιόν μας. — Πρώτα κάμε το, και ύστερα πε το, μητέρα. — Απήντησε πειρακτικώς ο αδελφός μου, διότι από τινος πολλάκις μεν ήκουε την καλήν ταύτην πρόθεσιν, ποτέ όμως δεν την έβλεπε πραγματουμένην.
Μάλιστα εσκαρφάλωνε σαν αγριοκάτσικο κάπως υψηλότερα· του ήρεσε να αρπάζη της φωλιές των πουλιών επάνω από τα υψηλά δένδρα· ήτο ριψοκίνδυνος και τολμηρός, αλλά όσο για να γελά, τον έβλεπε κανείς μόνον, οσάκις εστέκετο κοντά εις την όχθην του παφλάζοντος καταρράκτου ή όταν ήκουε το κατρακύλισμα χιονοστιβάδος.
Και ήκουε τον ρόχθον εκείνον και την κραυγήν, τα οποία ηπείλει να συγχέη ο άνεμος, και δυνατόν να μην ήσαν άλλο τι ειμή ιδιότροποι ήχοι της τρικυμίας, και όμως ο μικρός θαλασσινός μάγκας ήτο βέβαιος ότι οι θόρυβοι εκείνοι ήσαν χωριστοί, ότι ο κρότος ήτο προσαράξαντος σώματος, και η κραυγή, κραυγή αγωνίας. Είς την κραυγήν ταύτην απήντησεν ο Πάπος διά σπαρακτικού ολολυγμού.
Εύρεν Εκείνον ον εζήτει εν τω τρικλινίω του Σίμωνος και καθώς ίστατο ταπεινώς όπισθεν Του και ήκουε τους λόγους Του, και ανελογίζετο ποίος ήτο Εκείνος και έως πού είχε πέσει αυτή, ανελογίζετο την άμωμον καθαρότητα του νέου Προφήτου, και την ιδίαν αυτής επαίσχυντον ζωήν, ήρχισε να κλαίη, και τα δάκρυά της έπιπτον επί τους γυμνούς πόδας Του, εφ' ους έκυψεν επί μάλλον και μάλλον όπως κρύψη την αισχύνην αυτής.
Εκάθηντο όλοι προ του πυρός και εθερμαίνοντο, επειδή η νυξ ήτο παγερά και εντός του θαλάμου έκαμνε ψύχος. Εν μέσω του συμπλέγματος ήτο ο Απόστολος και παρά τους πόδας του η Λίγεια. Η Λίγεια ήκουε, ύψωνε τους οφθαλμούς προς τον Απόστολον· όλων τα πρόσωπα ήσαν προς εκείνον εστραμμένα. Ούτος ωμίλει με ταπεινήν φωνήν.
— Παναγία μου! ανεφώνησεν η Βγένα η καπετάνισσα, ήτις είχε στυλωθή παρά την θυρίδα και ήκουε καθαρά πλέον. — Ο καπετάν Βγενιός, παπά μου, η βρατσέρα μας επάνω εις τον μώλον του Σχοινά! Να, τα πανάκια της! Να, το φαναράκι της αναμμένο! Παναγιά μου Λημνιά μου! Και ετέντωσε καλώς τα μάτια της η δεομένη, προσπαθούσα κάτι άλλο ακόμη να διακρίνη.
Το ήκουε πάλιν τόρα μετά δέκα έτη, και ανεγνώριζε τον ήχον, αν και δεν εγνώριζε το όπλον ειμή κατά παράδοσιν.
Εν τω μεταξύ η Φραγκογιννού, τρέχουσα, είχεν ανηφορίσει, και ανήρχετο υψηλότερα εις την ακτήν. Αποκαμωμένη, ήσθμαινεν, εφύσα. Επήγαινε, κ' εστέκετο επί μίαν ανεπαίσθητον στιγμήν, κ' έτεινε τα ώτα ακροωμένη. Ήθελε να βεβαιωθή αν θα διέβαινον το πέραμα οι δύο διώκται της. Αλλά δεν ήκουε τίποτε. Από την βραδύτητα αυτήν εσυμπέρανεν ότι οι δύο «νομάτοι» εδίσταζον πολύ να περάσουν το μονοπάτι.
Ποτέ διατρέχων τα βουνά δεν είχε κουρασθή όπως εκ των συγκινήσεων της ημέρας εκείνης και της συρροής και διαδοχής των εντυπώσεων. Ο θόρυβος του χωριού και της αγοράς εβόμβει ακόμη εις την ακοήν του και αι δριμείαι οσμαί των εμπορευμάτων και των ναργιλέδων του Σμυρνιού τον παρηκολούθουν. Ήτο ως μεθυσμένος. Αλλ' εις την ζάλην εκείνην ήκουε τους ψιθυρισμούς των γλυκυτέρων και ωραιοτέρων υποσχέσεων.
Εξετασθείς υπό των ιατρών, εκηρύχθη νεκρός και ως τοιούτος εσαβανώθη και μετεκομίσθη εις την εκκλησίαν. Εν τούτοις ο εν τω φερέτρω κατακείμενος ήκουε πάντα τα περί αυτόν λεγόμενα, τον θρήνον των κωδώνων και την νεκρώσιμον ακολουθίαν, αδυνατών επί πολλάς ώρας να κινηθή ή ν' αρθρώση την ελαχίστην λέξιν, μέχρι της κρισίμου στιγμής, καθ' ην ηγέρθη εις το χείλος ήδη ευρισκόμενος του τάφου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν