Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Και έμεινεν επί τινας στιγμάς σιγών, ακίνητος, βλέπων προς τον υπό τους πόδας του καταφερόμενον καταρράκτην. Ο Βράγγης συνέχων την αναπνοήν του, ήκουεν, έβλεπεν, ηπόρει, εσίγα. Ο άγνωστος έστρεψεν αίφνης προς τα οπίσω την κεφαλήν. Είχεν ακούσει ελαφρόν τινα κρότον, ον απετέλεσαν βεβαίως τα φύλλα υπό του ανέμου σειόμενα. Ηκροάσθη επί πολύ. Είτα επανέλαβε τον μονόλογόν του.
Ήκουεν εις την εγγύς αίθουσαν σαλπίζοντα και τυμπανίζοντα και θορυβούντα τα παιδία της οικογενείας παρ' η υπηρέτει, άτινα είχον ήδη λάβει προκαταβολικώς τα δώρα των, πριν ή έτι ανατείλη η πρώτη του έτους· αλλ' η μικρά του καρδία δεν συνεσκίρτα προς τα σκιρτήματά των.
Έλεγε ταύτα αυτομάτως χάριν εαυτού και μόνου, ελησμόνει δε την παρουσίαν του Γύφτου, και δεν εθεώρει αυτόν ως ακροατήν. Εν τούτοις ο Γύφτος, αν δεν ηκροάτο λογικώς, ήκουεν όμως φυσικώς τας λέξεις ταύτας, και τω ενεποίησαν ίλιγγον. Υπέκειτο εις το συναίσθημα του ονειρευομένου, όστις βλέπει καθ' ύπνον υπερφυή πράγματα.
Και λόγους της έστειλαν με άλλας γυναίκας πως δεν αρκεί ότι την έσωσαν από την βλαχοκαλύβαν όπου ανετράφη, από την μπομπόταν όπου έτρωγε, και την έφεραν σε πολιτεία, από κάτω σε σπίτι να τρώγη σίτινο ψωμί, παρά ήθελε να μένη και άδουλη να μη πιάνη ούτε μισακό μετάξι! Η Σμάλτω ήκουεν αυτά κ' ετήκετο περισσότερον.
Η περίπτυξις του Μανώλη εχαλαρώθη διά μιας, η δε Πηγή δυνηθείσα ούτω να διαφύγη ετράπη εις φυγήν. Αλλ' ο Μανώλης, αφού παρετήρησεν εις τα πέριξ και δεν είδε τον Στρατήν, έδραμε κατόπιν αυτής και εις το άκρον του αγροκηπίου την συνέλαβεν, — Άφησέ με, Μανώλη, γιατί θα σκοτωθώ, είπεν η κόρη ασθμαίνουσα και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Αλλ' ο Μανώλης ούτε ήκουεν, ούτε έβλεπε πλέον.
Αλλ' η γυνή εσκύλιαζε και εδαιμονίζετο, όταν τον ήκουεν ανανεούντα την υπόσχεσιν ταύτην, και απήτει να κηρύξη φανερά ο σύζυγός της εις τον Λάμπρον ότι θα του έδιδε ψήφον. Την θυσίαν ταύτην εδυσκολεύετο να κάμη ο Σπληνογιάννης, και από εβδομάδων ήδη το ανδρόγυνον «δεν έτρωε μερωμένο ψωμί». — Τα βλέπεις λοιπόν, φίλε κύριε Λάμπρε, είπε μετά προσποιητής σοβαρότητος, δάκνων τα χείλη, ο Μανώλης.
Τότε η Βεάτη εσκέφθη ότι, αφού δεν είχεν ικανοποιήσει την όρασιν, ώφειλε τουλάχιστον να ευχαριστήση την ακοήν. Πατούσα επ' άκρων των ονύχων επλησίασεν εις την θύραν, και έτεινε τα ώτα. Αλλ' ουδέν ήκουεν. Έμεινε χρόνον τινά αυτόθι. Ουδέν.
Ως προς τούτο ευρέθη ηπατημένη η κυρά Μανωλάκαινα. Ενόμιζεν ότι διά του γάμου της θα εισήρχετο πλέον με ούριον πνεύμα εις τα σόια, αλλά έβλεπεν ότι, αν ο σύζυγός της δεν επείθετο ν' αναμιχθή εις την πολιτικήν μέ τινας μικροδαπάνας, αδύνατον ν' αναγνωρισθή η Γερακίτσα ως αριστοκράτισσα. Αλλ' ο κυρ Μανωλάκης δεν τα ήκουεν αυτά.
Ο Γιάννης ο Μπύρρος, ξηρός και υψηλός, ο ναύκληρος του πλοίου, ο καλλίτερος λοστρόμος της νήσου, περιζήτητος υπό των πλοιάρχων διά την ναυτικήν του πείραν και την διοικητικήν ικανότητα, στρίβων τον λευκόν μύστακά του με την αριστεράν, ακκουμβισμένος με την δεξιάν επί της τραπέζης, ήκουεν ευλαβώς το άσμα των Χριστουγέννων, με τον νουν του εις το χωρίον του, εις τα παιδάκια του, αλλά προσέχων πάντοτε κ' επάνω, προς τον καιρόν, ως να τον παρηκολούθει παραφυλάττων την μακρυνήν βοήν του ανέμου, οπού εσύριζεν άνωθεν απειλητικός, ωτακουστών δε συνάμα και προς την πρύμνην, μη ακούση την φωνήν του πλοιάρχου· καθόλου κύων πιστός, ο παλαιός αυτός ναύκληρος, ακουσμένος όχι μόνον εις την νήσον αλλά και εις την Πόλιν ακόμη, στόλισμα των πληρωμάτων.
Καθένας από αυτούς που με ήκουεν εβλασφημούσε τον δολερόν γέροντα διά την επιβουλήν του, και διά την ανομίαν του· μετά τούτο ερώτησα τον καπετάνιον διά τον πατέρα μου και λιπούς# εδικούς μου, και διά όλους μου έδωσε καλές είδησες. Και αφού και τον εξέταξα πάλιν διαφόρως επάνω εις τα του πατρός μου, γυρίσαμεν την ομιλίαν επάνω εις τον επίβουλον γέροντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν