Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Η Σμάλτω ήκουεν ευκρινώς τους κωδωνίσκους των προβάτων όπισθεν των θάμνων της αφροξυλιάς, αλλ' ήθελε να μάθη αν και ο Μήτρος, ο βοσκός αυτών, ήτο εκεί. Κατείχεν όλην της την προσοχήν αυτή η σκέψις· εβασάνιζε την ψυχήν της ολόκληρον αυτή η αμφιβολία. Καλλίτερον να ήτο και να μην ήτο πάλιν καλλίτερον, εσκέπτετο.

Κι' ο Δαυίδ λέει: «Ποτήριον εν χειρί Κυρίου οίνου ακράτου... πίονται πάντες οι αμαρτωλοί της γης». Όθεν δεν μπορεί να γλυτώση ο αμαρτωλός απ' το κατακάθι του ποτηριού, «της οργής του Θεού». Ο καπετάν Γεωργάκης ήκουεν, αλλά δεν ενόει καλώς, και δεν απήντησεν.

Και ενθυμουμένη διάφορα επεισόδια του βίου της, έτρωγε και ωμίλει, με στωμυλίαν ατελείωτον, με όρεξιν νοσταλγούντος ανθρώπου, την στιγμήν που αποπλέει διά την αγαπητήν του γην, με την στερεάν πεποίθησιν ότι ουδείς πλέον δύναται να τον εμποδίση. Η Θωμαή, αφηρημένη πάντοτε προς τους αδιακόπως εισερχομένους ξένους, ήκουεν ίσως, ή και δεν ήκουεν.

Λύσε με από τον αφορεσμό· εξηκολούθησε υψόνων προς τον ζωέμπορον ικέτιδας χείρας· σώσε με από την παίδεψι!. . .να πώς κατάντησα· συχώρα με κι' ο Θεός σχωρέσοι!. . . Ο ζωέμπορος ήκουεν έκπληκτος και μετά συντριβής τον Δημήτρην. Ήρχισε να ελέγχη εαυτόν, διότι διά τόσον μικρόν πράγμα εξέδωσεν επιτίμιον το οποίον κατέστρεψε τελείως ένα τίμιον και αξιόλογον εργάτην.

Και παραδούς τον Δημήτρην εις χείρας της συζύγου του, κατάπληκτον εξ όσων έβλεπε και ήκουεν, ανεχώρησεν ο βλάμης. — Σε καλό σου, Δημήτρη μου, σε καλό σου! έλεγεν η ταλαίπωρος γυνή, σύρουσα ηρέμα τον σύζυγόν της προς την θύραν του οίκου. Τέτοιο πράμμα δεν τώπαθες άλλη φορά . . . Πού σου ήλθε;

Πρώτην φοράν τόρα την ήκουεν αντιτείνουσαν εις τους λόγους του· πρώτην φοράν την έβλεπε τόσον πείσμονα εις την ιδέαν της. Αφ' ης ημέρας την εστεφανώθη, την εγνώριζε πάντοτε υπήκοον, πάντοτε ακατάβλητον εις την εργασίαν, μειλίχιον εις τους τρόπους, δειλήν εις τας ιδέας της, εκπληρούσαν τυφλώς τας επιθυμίας του, πρόθυμον να τον ανακουφίζη και να τον συνδράμη εις όλα.

Αντί δ' αυτής, αντί των κεντητών ποδιών και των πλουσίων γκιορντανίων, της έδωκε τα πενιχρά ενδύματα του χωρίου, άτινα την κατέστησαν σοβαράν μέχρι γελοιότητος. Η Σμάλτω ήρχισεν ευθύς εξ αρχής να πλήττη και ν' ασφυκτιά μέσω της καθημερινής αναστροφής των χωρικών, όπου δεν ήκουεν άλλο παρά αμοιβαίας κακολογίας και κλαυθμηρισμούς διά τα χρέη των.

Και ο Λαλεμήτρος θα μου κάμη τον μεγάλον; Οι μεγάλοι που είνεταλώνια, θειά-Κυρατσού, είνε ποιο μεγάλοι απ' αυτόν! . . Η Θωμαή ήκουεν από του ημικλείστου παραθύρου. — Και δεν του ξαναμίλησες, μπάρμπ'-Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά- Κυρατσού, κατελθούσα. — Εγώ, να του ξαναμιλήσω πλεια; Και τι με πήρες; Δεν το καταδέχομαι! . . .

Καθώς ο άνθρωπος ο πνιγόμενος αναπολεί αστραπιαίως όλον το παρελθόν του, ο Βινίκιος ανεπόλησε την Λίγειαν. Την έβλεπεν, ήκουεν έκαστον των λόγων της. Την έβλεπε παρά το χείλος της κρήνης και εις την οικίαν των Αούλων και εις το συμπόσιον.

Ο δε Μανώλης την ήκουεν επί τινας στιγμάς ν' απομακρύνεται και να ολολύζη εις το σκότος. — Μωρέ μασκαραλίκι! μωρέ, μασκαραλίκι! είπε κρατών το μέτωπόν του. Η μέθη του είχε σχεδόν εντελώς εξατμισθή. Εξήλθεν εις τα πρόθυρα και καθήσας εις το πεζούλι εστήριξε την κεφαλήν του εις το χέρι του και έμεινεν εκεί σκεπτόμενος. Η νυξ ήτο ψυχρά, αλλ' ο Μανώλης δεν ησθάνετο το ψύχος.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν