Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Γαλάζιο πουλάκι έσεισε μπροστά μου την ουρά του — κάποιος θα το στέλνη προσφορά στους παληούς μου πόνους. Είδα τ' άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις προχτές — κάποιος θα θυμήθηκε πως έκαμα μια καλή πράξι έναν καιρό. Απάντησα στον κάμπο το δέντρο με τον κορμό του σαν αργή μουσική στροφή — κάποιος θα το φύτεψεν εκεί παρηγοριά του πνεύματός μου.
Και με όλην την ταλαιπωρίαν και τον πόνον μου προτιμώ η Λίγεια να μη ομοιάζη με τας άλλας γυναίκας. Ο Πετρώνιας έσεισε τους ώμους. — Τότε δεν χάνεις τίποτε διά της αποχής σου. Αλλ' εγώ δεν εννοώ. — Ναι! ναι! Δεν δυνάμεθα πλέον να εννοώμεθα, απήντησεν ο Βινίκιος. — Ο Άδης να καταπίη όλους τους χριστιανούς! ανέκραξεν ο Πετρώνιος. Σε ενέπλησαν ανησυχιών και σου κατέστρεψαν την έννοιαν της ζωής.
— Λοιπόν, σας πειράζει τίποτε, να καθήσω εδωδά να τον περιμένω; Η Γιάνναινα έσεισε τους ώμους. — Ποια είναι η κάμαρή του, σας παρακαλώ; Η Γιάνναινα διά χειρονομίας της έδειξε την θύραν του δωματίου του οργανοπαίκτου. Η ξένη ελθούσα εκάθησεν εκεί, εις το κατώφλιον.
— Τι να σου πω, παιδί μου, εψιθύρισεν η πάσχουσα, ο Θεός ξέλει... Ίσως ήθελε να είπη «μητρυιά», Αλλά δεν είχε το θάρρος να αρθρώοη την λέξιν. — Γιατί, μητέρα, επανέλαβεν η παιδίσκη, είπες πως έχεις πεθερά, σαν να μην είσ' ευχαριστημένη; Και δεν σ' αγαπάει η μαμμίτσα μου; Η ασθενής έσεισε την κεφαλήν, αλλά δεν είπε λέξιν.
Ο Νέρων έσεισε τους ώμους με ύφος βεβαρυμένον, έπειτα εχασμουρήθη θέλων να δείξη ότι είχεν ανάγκην αναπαύσεως· οι αυλικοί τον απεχαιρέτισαν, ο είς μετά τον άλλον, και ο Πετρώνιος εξήλθε μετά του Βινικίου. — Ιδού προσεκλήθης και συ εις την εορτήν, του είπεν. Ημείς, φίλε μου, αφού υπετάξαμεν τον κόσμον δικαιούμεθα και να διασκεδάζωμεν.
— Η δύναμίς του είνε απροσμάχητος . . . χωρίς να το θέλω τον αγαπώ! — Τότε λύτρωσέ τον. Ο Τετράρχης έσεισε την κεφαλήν. Εφοβείτο την Ηρωδιάδα, τον Μαναή και τον άγνωστον.
— Σου είπα, δέσποτα, είπεν ο Φαναριώτης. Ξέχασες να ερωτήσης τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν. Ο Παπάς εστράφη προς το ζεύγος και ηρώτησε μηχανικώς: — Θέλεις, Κουμπή, διά γυναίκα σου την Λελούδαν; — Την θέλω. — Θέλεις, Λελούδα, τον Κουμπήν;... Η Λελούδα δεν έσεισε την κεφαλήν. Έμεινε ακίνητος, κάτω νεύουσα, με απλήν και περισσήν σεμνότητα.
Δεν ημπορούσα να ενθυμηθώ την στιγμήν που έπεσα εις τον λήθαργον, ούτε το μέρος όπου ευρισκόμην. Ενώ έμενα ακίνητος, και προσπαθούσα να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου, το ψυχρό χέρι έπιασε τραχύτατα την παλάμην μου και την έσεισε με ανυπομονησίαν. Και η τραυλή φωνή επανέλαβε : — Σήκω! Δεν σου είπα να σηκωθής; — Και ποίος είσαι; ηρώτησα.
— Εγώ; όχι, Μα το Ναι. — Και τι έλεγες πρωτήτερα; — Διά να πάγω εγώ; Εχωράτευα, είπεν ο Σκούντας. — Ώστε έχεις και συ δουλειά; — Δεν πιστεύω, αλλά τι με μέλει; — Δεν σε μέλει λοιπόν διά την δυσκολίαν του φίλου σου; — Ποίαν δυσκολίαν; — Είνε μία δυσκολία αυτό δι' εμέ, είπεν ο Τρανταχτής. Δεν θέλω να δυσαρεστήσω την Βεάτην. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. — Λοιπόν δεν γίνεται; είπεν ο Τρανταχτής.
— Τι θέλεις, σταυρομάνα, για να μας ακούσουν κι' άλλοι; — Αυτό, πουλάκι μ', δεν είνε πράμμα που να κρυφτή, μαθές, είπεν η γραία· ο παπάς που θάρθη δεν θα το κοινολογήση; έχεις ψαλίδι για να κόψης της γλώσσες όλων των κοριτσιών; Η Ευανθία έσεισε τους ώμους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν