Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Τοιουτοτρόπως δε ο φιλόπατρις Σωκράτης έπιε την επιούσαν το κώνειον, και μετέβη εις την άλλην ζωήν μάρτυς της αρετής, της φιλονομίας, και της φιλοπατρίας του. Ακολούθως διηγήθη ο γέρων εκ της Ρωμαϊκής Ιστορίας το εξής ωραιότατον παράδειγμα πολιτικής αρετής και αληθούς φιλοπατρίας.
Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.
ΚΑΛΙΜΠ. Μη με βασανίζης στη ζωή σου· θα φέρω στο σπίτι τα ξύλα το γληγορώτερο. ΣΤΕΦΑΝ. Βρίσκεται βαρυά, και παραλογάει. Θέλει πιη από το φλασκί μου· ανίσως δεν έπιε κρασί ποτέ του, αυτό θέλει του διώξη τη θέρμη· ανίσως μπορέσω να το γλυτώσω, και να το ημερώσω, δεν θα ξοδιάζω πολύ γι' αυτό· αυτό μάλιστα θα με πορεύη, και καλά.
Την επαύριον, όταν ωδήγησε τους τρεις ναυαγούς εις την πολίχνην, ο επιστάτης της λίμνης αφού έπιε τρεις μαστίχας, διηγείτο εις έν καπηλείον εις επήκοον πολλών·
Έπειτα οι σκλάβες τον έβαλαν και εκάθισεν εις ένα θρονί και ευθύς του έφεραν ένα εξαίρετον σερμπίτι, εις κούπες χρυσές κεκοσμημένες με πετράδια, το οποίον το έπιε μαζί με την Κυράν.
Την κυριακήν, μίαν εβδομάδα κατόπιν, ο καπετάν-Παρμάκης, φορέσας την γούναν του με το παχύ δέρμα του λύκου το κεραμόχρουν και τραχύ — ήτο χειμών δριμύς — τα ρωσσικά υποδήματά του και τον βαρύν κούκκον εν τη κεφαλή, ωργισμένος, κατακόκκινος, αφού έπιε καμμιά δεκαριά τσίπουρα πρωί-πρωί μετά την λειτουργίαν, αναιβοκατέβαινεν εν τη μεγάλη οδώ της αγοράς, μόνος, κρατών την χονδρήν ράβδον και στρήφων τον άγριον μύστακά του, σιωπηλός, πύρινος, ως όταν διεσκέλιζεν, αμίλητος, το κατάστρωμα της ωραίας Ελένης του, κλεισμένος, από παρακαιρόν, είς τινα έρημον όρμον της Ανατολής.
Εσκέπτετο, υπελόγιζε, εσχεδιάζε . . . Πάντα δε ταύτα μειδιών, κατευχαριστημένος. Χωρίς να το εννοήση, ευρέθη μετ' ολίγον εις το καφφενείον του. Παρήγγειλε καφέν, εκέρασε και μερικούς φίλους, τους οποίους εύρεν εκεί, έπιε κατόπιν έν δύο ρακιά, φιλευθέντα υπό των φίλων, και εξήλθε του καφενείου έτι ευθυμότερος, θωπεύων ενίοτε έξωθεν του θυλακίου του το μεγάλο κλειδί της κασσέλας.
— Τι σου λέγει τώρα; τον ηρώτησεν ο γεωργός. — Λέγει ότι, αν θέλωμεν κρασί, θα το εύρης εις την γωνίαν οπίσω από τον φούρνον. Η πτωχή γυναίκα ηναγκάσθη να τους φέρη και το κρυμμένον κρασί της, ο δε γεωργός έπιε καλά και ευθύμησε, και ήθελε να ίδη τι δαίμονα είχε μέσα εις τον σάκκον του ο μικρός Κλώσος. — Ημπορεί η μάγισσά σου να μας φέρη εδώ τον διάβολον; ηρώτησεν.
Και ψητόν «'Στό λόγκο με πετούνε.» Είπε και σιωπή βαθειά Όλους εκεί πλακόνει. Όλοι το Διάκο άκουγαν. Κανένας δε μιλάει. Κρυφά, σιωπιλά ο είς Τον άλλονε τηράει. 'Σ την σιωπή σηκόνεται Ο υιός του Κολοκοτρώνη. Εκείνος, όπου 'ς το βουνό Της Μάνιας Ραμοβούνι Είδε τον Ήλιο, κ' έπιε Άρκτου αγρίας γάλα· Εκείνος, όπου 'ς την Τουρκιά Τόσα κακά μεγάλα Έφερε 'ς το Βαλτέτσιον Και εις το Κορμοβούνι.
Εν βία επλύθη, ενεδύθη, έπιε τον μαύρον καφέν του και επανέλαβε την χθες την νύκτα διακοπείσαν μελέτην. Ο νους του όμως ήτο και σήμερον αλλαχού. Όπως δήποτε, κατά την τακτικήν ώραν ευρέθη εις το γυμνάσιον και παρέδωκε το μάθημά του. Αλλά τι μάθημα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν