Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Κ' εκείνοι επαίνευαν την εξυπνάδα του και τον προσκαλούσανε να φάη από όσα άφισε ο σκύλος. Ελέγανε και στη Χλόη να του βάνη να πιή. Κι αυτή με χαρά έβαλε και στους άλλους και στο Δάφνη ύστερ' από κείνους· επειδή εκαμονότανε πως ήτανε θυμωμένη γιατί μια κ' είχεν έλθει εσκόπευε να φύγη χωρίς να την ιδή. Μα πριν να του δώση έπιε λίγο από το κρασί και ύστερα του το έδωκε.

Ο Βινίκιος ήρπασε έν εξ αυτών και έπιε το ήμισυ του περιεχομένου. — Ευχαριστώ, είπε· σηκώσατέ με εις τους πόδας μου· θα υπάγω μακρύτερα μόνος μου. Ο είς εκ των εργατών τω επέχυσεν ύδωρ επί της κεφαλής και αι δύο τον έφερον προς τους συντρόφους των. Τον περιεστοίχισαν ερωτώντες αυτόν αν ήτο τραυματισμένος σοβαρώτερον. Η προθυμία αύτη εξέπληξε τον Βινίκιον. — Τίνες είσθε; ηρώτησε.

Αφού έπιε δύο τρία τσιμπούκια, έρεγχε μακαρίως ο γέρων, ενώ η φλοξ εχαριεντίζετο παίζουσα και αναλάμπουσα κεκινημένως επί του πραέος αυτού προσώπου. Ότε κρότος οξύτατος ως να εκρούσθη ηχηρώς μέγα ταψίον, τον αφύπνισεν έντρομον τον Μπάρμπα-Σταύρον διακόψας τρομακτικόν αυτού όνειρον. — Πιάστε με! εκραύγασεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αναπηδήσας.

Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν. —Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;... Και δεν έπιε. Τότε ήλθεν εις αίσθησιν. —Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω;

Ή εν αποτυχία αυτών, να καταζητήση αυτός τον ένοχον και να λάβη ταντίποινα με την χείρα του. Αυτό ήτο το καλλίτερον καταφύγιον. Άλλως δε ουδέ είχε να εκλέξη άλλο. Αποφασίσας ούτως, εδείπνησε με τον υπολειπόμενον κρίθινον άρτον, και έπιε δροσερόν ύδωρ.

Εγώ τουλάχιστον ήκουσα πολλάκις μερικούς να λέγουν πώς δύναται να είνε αυτός φίλος μου, αφού ούτε έφαγε, ούτε έπιε ποτέ μαζή μου; Δηλαδή μόνον τον συμπίνοντα και συντρώγοντα θεωρούν πιστόν φίλον.

Εξήλθεν εξ αυτού είς έφηβος προγάστωρ με πρόσωπον γεμάτον εξανθήματα, και με μαργαρίτας εις όλους του τους δακτύλους. Του προσέφερον έν κύπελλον οίνου αρωματισμένου. Το έπιε και εζήτησε δεύτερον.

Αυτός όπου εφονεύθη ήτο ένας από τους μισθωτούς μας ανθρώπους, και όταν εκαλλιεργούσαμεν τα κτήματά μας εις την Νάξον, τον είχαμεν εκεί μεταξύ των άλλων δούλων μας και ειργάζετο με το ημερομίσθιον. Μίαν ημέραν λοιπόν, αφού έπιε πολύ και εμέθυσεν, επιάσθη με έναν από τους δούλους μας και επάνω εις την μανιώδη οργήν του τον έσφαξεν.

Εκεί εκάθισε ν' αναπαυθή. Έβγαλεν από το καλάθι της το ψωμί και το τυρί και ολίγον κρέας, τα οποία την είχε φιλεύσει η Μαρούσα, επειδή την εσπέραν δεν είχε δυνηθή να φάγη τίποτε, μετά τον καφέν όπου είχε πίη εις το μαγειρείον. Εφύλαξε μόνον τα δίπυρα, τα οποία είχε λάβει από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς. Έφαγεν, έπιε δροσερόν νερόν, κ' έλαβε μικράν αναψυχήν.

Φαίδων , συ ο ίδιος ευρέθης πλησίον του Σωκράτους κατά την ημέραν, κατά την οποίαν έπιε το δηλητήριον μέσα εις την φυλακήν, ή ήκουσες κανένα άλλον να το λέγη; Φαίδων. Εγώ ο ίδιος παρευρέθην, Εχεκράτη. Εχεκράτης. Και ποία είναι λοιπόν εκείνα, τα οποία είπεν ο μεγάλος αυτός άνθρωπος προ του αποθάνη, και με ποίον τρόπον απέθανεν; Ειπέ μου, διότι με ευχαρίστησιν θα τακούσω.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν