Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Οπόταν η Ζεμπρούδα ήλθεν εις τον χοντζερέ της, βλέποντας το αηδόνι ψόφιο, έβγαλε μίαν φωνήν τόσον δυνατήν, που έτρεξαν όλες οι δούλες της. Κυρά, της είπαν, τι έπαθες; σου εσυνέβη κανένα εναντίον; α πιστές δούλες μου, εγώ είμαι απελπισμένη, τους απεκρίθη κλαίοντας πικρώς· το πτωχόν αηδόνι μου, το αγαπημένον μου αηδόνι εψόφησεν.
Μπα! είνε σκυλόψαρο. Τι φοβερά δόντια που έχει, θεέ μου! Τ' είν' αυτό που έπαθες, σοφώτατε; Ενόμιζες ότι θα εκρύπτεσο εις τους βράχους και θα έτρωγες με την ησυχίαν σου το δόλωμα χωρίς να σε ιδή κανείς, αλλά συνελήφθης και τώρα θα σε κρεμάσω από τα σπάραχνα να σε ιδούν όλοι. Ας βγάλωμεν πρώτα το άγκιστρον με το δόλωμα.
ΑΝΗΡ Ώ Ποσειδών! μα έπαθες λοιπόν και συ τα ίδια; γιατί κ' εμένα μ' άφησε κρυφά το θηλυκό μου, κ' εχάθη με το φόρεμα το ίδιο το δικό μου. Κ' αν ην' αυτό δεν με λυπεί• αλλά και της δικές μου αρβύλες δεν της εύρηκα.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ναι! μάλιστα· την σκάλαν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αλλοίμονον! Τι έπαθες; και τι κτυπάς τα χέρια; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Απέθανε! απέθανε! Ώρα κακή που ήλθε! Ώρα κακή! 'χαθήκαμεν, 'χαθήκαμεν σου λέγω. Ω πίκρα! εσκοτώθηκε! αποθαμμένος είναι. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μ' εφθόνησεν ο Ουρανός; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Σ' εφθόνησ' ο Ρωμαίος. Ποιος να το έλεγε ποτέ, Ρωμαίε — ω Ρωμαίε!
— Σ' υγεία, κυρά! Να καλοδεχτής! Και χρόνους πολλούς σαν αύριο... είπε ο παπάς και τράβησε την πρώτη ρουφησιά. — Ευχαριστώ, δέσποτα μ', είπε η γριά ξέκαρδα, καλή ιερωσύνη και καλόν παράδεισο... Ο παπάς, μη γνωρίζοντας, πού ναποδώση τη στενοχώρια της γριάς, τη ρώτησε: — Τ' έπαθες κι' είσαι έτσι χολιασμένη; — Τι να μην είμαι, παπά μου! του απολογήθηκε η γριά. Το ξέρ'ς.
Δι' ενός βλέμματος είδε την ταραχήν και τον πόνον της Αϊμάς, είδε το δέμα όπερ έφερε περί το μέτωπον και έπεσε παρ' αυτήν έξαλλος. — Τι έχεις, Αϊμά; είπεν. Η νεάνις δεν ηδυνήθη να αρθρώση λέξιν, είδε μόνον τον Μάχτον και εφάνη ως να μη τον εγνώριζε. — Τι έπαθες, Αϊμά: επανέλαβεν ο νέος. Ο υπερασπιστής της Αϊμάς έσπευσε ν' απαντήση αντ' αυτής. Της έσπασε το κεφάλι μία πέτρα.
Μόλις έπαθες μια μικρή ζημία και κάθεσαι και συλλογιέσαι. Και πού νακούσης τι δυστυχίαις μεγαλείτερες μας περιμένουν.
Εξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι, και τους αγώνες μου, τα όνειρα και τη δόξα μου ακόμη. — Τι απόκαμες; ρωτάει ο καπετάν Στραπάτσος. — Τόρα θα ιδής, του λέγω πηδώντας απάνω. Έλα παιδιά· τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε. — Μωρέ τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; δεν σ' άγγιξε το στοιχειό!
— Τι έπαθες; Τι έχεις Σοφία; Δεν απεκρίθη εκείνη. Έμενεν υπό το κράτος του τρόμου. Ο Κ. Μελέτης, ακολουθών την διεύθυνσιν του βλέμματός της εστράφη προς τον Νίκον, τον οποίον τότε πρώτον έβλεπε και εκείνος εις το φως. Η όψις του γέροντος δεν εξέφραοε τον τρόμον ως η της αδελφής του, αλλά μετ' εκπλήξεως προφανούς παρετήρει και ούτος τον Νίκον. Εστράφην τότε κ' εγώ προς τον εξάδελφόν μου.
— Τι έπαθες, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ αποστάσεως: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν της. — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως εν πυρετώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν