Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
ΦΙΛ. Τι έπαθες, τρελλάθηκες; με στίχους της τραγωδίας ομιλείς προς τους φίλους σου; ΜΕΝ. Μη απορής, φίλε μου• διότι προ ολίγου ακόμη, ήμουν με τον Ευριπίδην και τον Όμηρον και χωρίς να το καταλάβω εγέμισα από στίχους, οι οποίοι αυτομάτως ανεβαίνουν εις το στόμα μου. Αλλά δεν μου λες πώς τα περνάτε εδώ εις την γην και τι γίνεται εις την πόλιν;
ΡΕΓ. Τραβήξετέ τον απ' εδώ! Πηγαίνετέ τον έξω, κι' ας μυρισθή τον δρόμον του να κρημνισθή 'ς το Δούβρον! Πώς είσαι, ω αυθέντα μου; Τι έπαθες; τι έχεις; ΚΟΡΝ. Μ' επλήγωσε... Πηγαίνωμεν. — Πετάξετέ τον έξω τον μιαρόν αυτόν τυφλόν! Κι' αυτού εδώ του δούλου το πτώμα, να το ρίξετε 'ς την κοπριάν επάνω. Ρεγάνη, δος το χέρι σου, Τα αίματά μου τρέχουν. Δεν ήτο τώρα ο καιρός να πληγωθώ, Ρεγάνη!
Πλην ηκολούθησε συγχρόνως και η Μιλάχρω, ήτις προσπαθούσα να παρηγορήση τον άνδρα της, του οποίου ήρχισε να σέβηται την φιλοστοργίαν, αγρυπνούσαν όλην την νύκτα, δεν είχε κοιμηθή αν και καταπεπονημένη υπό της εργασίας και υπό του πένθους. — Τι είνε, Χρυσώ; Ερωτά ο Μπάρμπα-δήμαρχος. — Τι έπαθες; Κράζει ζωηρότερον η Μιλάχρω. — Φλουριά, μάννα! Κραυγάζει τότε συνελθούσα η παρθένος. — 'Νειρεύεσαι!
Κόκκινο σύννεφο μου τα σκέπαζε όλα. Πλανιούμουν από δω κι από κει σαν τυφλός. Άξαφνα έρχεται άγγελος πλάγι μου! Ναι, άγγελος με φτερά. Με παίρνει από το χέρι, και δίχως λέξη να πη, με φέρνει σ' ένα στασίδι. Είταν το στασίδι του Ψάλτη. Ό,τι στάθηκα κει, με τον άγγελο πλάγι, με ξύπνησε η φωνή της Αννούλας. — Εδώ μαθές είσαι τόσην ώρα και δε μιλάς; Τι έπαθες; Μια ώρα σε γυρεύουμε τώρα.
Το ίδιον φοβούμενοι μη έπαθες και συ, αναγνώστρια, παραπέμπομεν εις το επόμενον κεφάλαιον την εξακολούθησιν της φιλαλήθους ημών ιστορίας.
ΠΗΛΕΥΣ Να ξεριζώσω τα μαλλιά μου, να κτυπώ με τα χέρια το κεφάλι μου; Ω πόλις, ω πόλις, δύο παιδιά μου εστέρησε ο Απόλλων! ΧΟΡΟΣ Ω δυστυχισμένε, που έπαθες και είδες τόσας συμφοράς, τι ζωήν θα κάμης τώρα πλέον; ΠΗΛΕΥΣ Χωρίς παιδιά, έρημος, χωρίς να βλέπω τέλος εις τα δεινά μου, θα φθάσω εις το τέλος της ζωής μου. ΧΟΡΟΣ Αδίκως σ' ετίμησαν τόσον εις τους γάμους σου οι θεοί.
Την στιγμήν κατά την οποίαν εισήλθεν ο κυρ-Μανωλάκης η σύζυγός του ετακτοποίει τας τριγωνικώς ανεστραμμένας χειρίδας της — τα προμάνικα — ίνα φαίνηται καλώς το υπένδυμά των, η χρυσή στόφα, και διώρθου τας χρυσάς εμβάδας της, στερεώνουσα τους πόδας της καλώς εν αυταίς. Αίφνης ιδούσα ότι ο σύζυγός της ήτο σύνοφρυς και κατηφής εξεπλάγη: — Τι έπαθες καλέ! Ηρώτησεν.
Μαννούλα μου, άκουσε με που σε φωνάζω, μάννα μου, 'σαν το πουλάκι που πέφτει εις της μάννας του το στόμα. ΑΔΜΗΤΟΣ Την φωνάζεις αδίκως, δεν ακούει πια ούτε και βλέπει. Έτσι η ίδια μαύρη συμφορά ευρήκε και τους δυο μας. ΕΥΜΗΛΟΣ Πολύ μικρός, πατέρα μου, μένω ορφανός στον κόσμο• τι έπαθα, και συ, αδελφή μου, τι έπαθες μαζί μου!
Σωκράτης. Καλέ Ιππία, βεβαίως έπαθες αξιομακάριστον πάθημα, εάν κατά πάσαν Ολυμπιάδα πηγαίνεις εις τον ιερόν τόπον με τόσον καλάς ελπίδας περί της ψυχής σου ως προς την σοφίαν της. Και απορώ αν είναι δυνατόν να πηγαίνη εκεί κανείς από τους γυμνασμένους με το σώμα με τόσον θάρρος, διά να αγωνισθή καθώς συ λέγεις με τον νουν. Ιππίας. Πολύ λογικά, Σωκράτη μου, το έπαθα αυτό εγώ.
ΘΑΛ. Αληθώς πολύ θολός και θερμός έγεινες, αφ' ενός μεν από το αίμα των νεκρών, εξ άλλου δε από το πυρ του Ηφαίστου. Αλλά δικαίως έπαθες, διότι εφέρθης εχθρικώς προς τον Αχιλλέα χωρίς να σεβασθής ένα υιόν Νηρηίδος. ΞΑΝΘ. Δεν έπρεπε λοιπόν να λυπηθώ τους Φρύγας, οι οποίοι είνε γείτονές μου; ΘΑΛ. Και ο Ήφαιστος δεν έπρεπε να λυπηθή τον Αχιλλέα, ο οποίος είνε υιός της Θέτιδος;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν