Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Με τας δύο χείρας τεταμένας προς τον Νίκον, τα δάκτυλα διεσταλμένα, τα χείλη ημιανοικτά, άφωνος, ωχρά, με τους οφθαλμούς ατενώς προσηλωμένους εις το πρόσωπον του Νίκου, εβάδισε κλονιζομένη προς τα οπίσω και εκάθισεν, ή μάλλον κατέπεσεν επί ενός καθίσματος. Ετρόμαξα! Ο λύχνος παρ' ολίγον να πέση εκ της χειρός μου. Ο Κ. Μελέτης έδραμε προς την αδελφήν του και ήρπασε την χείρα της.
— Τι πόρτο άτιμε! τι λιμάνι μου λες; Νομίζεις πως θα με γελάσης. — Όχι, σου λέγω πατέρα· είνε πόρτο μπροστά μας. Ο Βαλμάς δεν ήθελε να πιστέψη καθόλου. Απελπισμένος όμως έδραμε στο δοιάκι, έβαλεν όλη του τη δύναμι με φριχτό καρδιοχτύπι στα στήθη, με την ψυχή κουρασμένη από την προσδοκία και την αβεβαιότητα. Μα τίποτα δεν ξεχωρίζει πουθενά.
Ο Κ. Πλατέας έστρεψε την κεφαλήν προς το καφενείον, ύψωσε το βλέμμα προς τον δύοντα ήλιον, έσυρεν εκ του θυλακίου το ωρολόγιόν του, είδε την ώραν και εστέναξεν ελαφρώς. — Ό,τι θέλεις με κάμνεις, είπε. Οι δύο φίλοι διηυθύνθησαν προς το έρημον καφενείον, προς άκραν ευχαρίστησιν του ιδιοκτήτου, όστις έδραμε προσφέρων τας υπηρεσίας του.
Αι γυναίκες έτρεξαν οπίσω εν εκστάσει και εν τρόμω, και εις ουδένα είπον ειμή εις τους μαθητάς· και εις τους μαθητάς εφάνησαν οι λόγοι των «ωσεί λήρος·» και όχι μόνον «ουκ επίστευσαν,» αλλ' «ηπίστησαν». Αλλ' η Μαγδαληνή Μαρία, ήτις είχε λάβη χωριστήν και ιδιαιτέραν πληροφορίαν, έδραμε πάραυτα προς τον Πέτρον και Ιωάννην. Τότε οι δύο μαθηταί έτρεξαν.
Τα ενθυμούμαι ταύτα πάντα ως να συνέβησαν χθες. Ο πατήρ μου είχε προχωρήσει εις συνάντησιν των προς ημάς ερχομένων. Μετ' ολίγον επέστρεψεν ακολουθούμενος υπό γέροντος, τον οποίον δεν ανεγνώρισα. Αλλ' η μήτηρ μου τον ανεγνώρισε και εγερθείσα έδραμε προς αυτόν. Ο γέρων ήνοιξε τας αγκάλας του και έσφιξεν επί του στήθους την μητέρα μου. Ήτο του πατρός της ο αδελφός.
Ενόησεν ότι όλα ήσαν έτοιμα, ότι η κρίσιμος ώρα εσήμανε κ' επανέλαβεν εντονώτερον τας φωνάς του: — Βράζουν βράζουν τα κακάβια και τροχούνε τα μαχαίρια, για του Γιάννου το κεφάλι. Μάρω μου!. . . . . . . Αίφνης η πλησίον θύρα του πύργου ηνοίχθη. Η Μάρω ήκουσεν ήδη τας φωνάς του και πηδήσασα έντρομος της κλίνης της έδραμε προς αυτόν. — Τι έχεις, Γιάννο μου; — Να φύγωμε!
Αλλ' εν τω μεταξύ και ο Μανώλης είχε δυνηθή να ανασυντάξη το θάρρος του· και έξαφνα, καθ' ην στιγμήν οι κτίσται ήσαν έτοιμοι ν' αρχίσουν να γελούν διά την δειλίαν του, τους απώθησε και αρπάσας πτύον έδραμε κατόπιν του Τερερέ· τον επρόφθασε δε εις τα πρόθυρα της κατοικίας του. — Στάσου, μωρέ σακάτη, του εφώναξε, να ξαναβγάλης το μαχαίρι!
Η περίπτυξις του Μανώλη εχαλαρώθη διά μιας, η δε Πηγή δυνηθείσα ούτω να διαφύγη ετράπη εις φυγήν. Αλλ' ο Μανώλης, αφού παρετήρησεν εις τα πέριξ και δεν είδε τον Στρατήν, έδραμε κατόπιν αυτής και εις το άκρον του αγροκηπίου την συνέλαβεν, — Άφησέ με, Μανώλη, γιατί θα σκοτωθώ, είπεν η κόρη ασθμαίνουσα και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Αλλ' ο Μανώλης ούτε ήκουεν, ούτε έβλεπε πλέον.
Η γραία λαβούσα εν σιωπή την επιστολήν, κατέθεσε τον λύχνον κατά γης, εντός της αυλής, και έδραμε προς την κλίμακα. — Περάσετε μέσα, είπεν ο αγωγιάτης, βέβαιος εκ προοιμίων περί της προθύμου δεξιώσεως. Και επιστρέψας προς τα ζώα του εβοήθει τον Νίκον εις την εξέτασιν των πραγμάτων μας. Δεν επέρασα μέσα, περιμένων επισημοτέραν πρόσκλησιν. Δεν επερίμενα δε πολύ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν